Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΔΙΑΠΛΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΝΟΣ
(Του Δρός Στ. Μπασουράκου  1961)
Το σώμα του κυνός διαιρείται συνήθως σε τρία μέρη, στο κεφάλι, στον κορμό και στα σκέλη ή άκρα. Το κάθε μέρος διαιρείται στα παρακάτω τμήματα:

ΤΟ ΔΕΡΜΑ
Το δέρμα είναι μια μεμβράνη ανθεκτική, ελαστική  αδιαπέραστη από το νερό και τον αέρα η οποία επενδύει και προστατεύει όλο το  σώμα του κυνός. Είναι και το αισθητήριο όργανο της αφής. Τα επιμέρους τμήματα του δέρματος είναι  το τρίχωμα και τα νύχια.  Το πάχος του δέρματος ποικίλει  από 1 μέχρι 3 χλστμ. Και είναι λεπτότερο στα νεαρά αλλά και στα γέρικα άτομα. Το δέρμα συνίσταται από δύο στιβάδες κυρίως, εξωτερικά από την επιδερμίδα και εσωτερικά από το κυρίως δέρμα το οποίο ονομάζεται χόριον. Μέσα στο χόριο βρίσκεται ο υποδόριος συνεκτικός ιστός και μέσα από αυτόν οι επιφανειακοί μύες, οι οποίοι σχηματίζουν τη μορφή του κυνός. 
Σε διάφορα μέρη του δέρματος του κυνός βρίσκονται ιδρωτοποιοί αδένες, αλλά είναι αδρανείς. Λειτουργούν μόνο όσοι βρίσκονται στο δέρμα του ακρορρινίου, των μεσοδακτυλικών χώρων και των πελμάτων. Γι αυτό δεν επιτελείται στον κύνα η εφίδρωση και ή άδηλος διαπνοή. Αυτά αναπληρώνονται από την ταχύπνοια (λαχάνιασμα) και την συχνή ούρηση. 
Στα νέα και υγιή άτομα το δέρμα είναι μαλακό και ελαστικό και καλά συνδεδεμένο με το σώμα σε όλη την επιφάνεια του. Με την έναρξη του γήρατος το δέρμα γίνεται σκληρό τραχύ και ρυτιδώδες και εμφανίζονται τυλώματα στους αγκώνες και τους ταρσούς.
Οι πτυχές του δέρματος μπορεί να είναι, μυώδεις, αρθρικές, της κίνησης, της νεαρής και της γεροντικής ηλικίας. Στα σκυλάκια σχηματίζονται συνήθως πτυχώσεις στο μέτωπο και στο ρύγχος οι οποίες με την πάροδο της ηλικίας εξαφανίζονται. Μια αρκετά μεγάλη πτυχή είναι η μηριαίο-κοιλιακή πτυχή, η οποία ανεβαίνει από την άνω εσωτερική πλευρά του μηρού και καταλήγει στην πλάγια επιφάνεια του μεσογαστρίου (κάτω λαγόνιος χώρα) Σε μερικές φυλές υπάρχει μια μεγάλη πτυχή στην κάτω επιφάνεια του λαιμού η οποία ονομάζεται λωγάνιο κ. καταλαίμι (μπλουντχάουντ, μερικοί μπράκ, Ποιμενικοί) Σε άλλες φυλές το δέρμα παρουσιάζει επίσης πτυχές και ρυτίδες στο μέτωπο, ρινικό κάλαμο, χείλη (Μπόξερ, Μπλουντχάουντ, Ιταλικό Μπράκ).
ΤΟ ΤΡΙΧΩΜΑ

Τρίχωμα λέγεται το σύνολο των τριχών του σώματος του κυνός. Σε όλες σχεδόν τις φυλές οι τρίχες καλύπτουν όλο περίπου το σώμα (πλην της εσωτερικής επιφάνειας των αυτιών, των μασχαλών και της οπίσθιας κοιλιακής χώρας)  έχουν αρκετά ομοιόμορφη διάταξη και αποτελούν αυτό που λέμε ένδυμα ή τρίχωμα επενδύσεως του κυνός.  Οι μεγαλύτερες όμως τρίχες βρίσκονται σε καθορισμένα σημεία όπως οι βλεφαρίδες, οι οφρύες και τα μουστάκια.
Τα σκυλιά κάποιων φυλών στερούνται εντελώς τρίχες ή έχουν ελάχιστες στην ινιακή χώρα σαν λοφίο και στα μπροστινά σκέλη (κύνες άτριχοι). Η μελαγχρωστκή του δέρματος σε αυτές τις φυλές είναι εξαιρετικά έντονη. Η τρίχα, ένα λεπτότατη και εύκαμπτη και φυτρώνει μέσα από τον υποδόριο συνεκτικό ιστό. Η ρίζα της καταλήγει σε βολβό και περιβάλλεται από διπλό θύλακα μέσα στον οποίο εκβάλουν οι σμηγματογόνοι αδένες, οι οποίοι λιπαίνουν και στιλβώνουν το τρίχωμα.  Σε πολλές φυλές συνυπάρχουν και τα δύο είδη τριχών.  Το εξωτερικό τρίχωμα ή κύριο τρίχωμα το οποίο είναι σκληρότερο και μακρύτερο και το εσωτερικό τρίχωμα ή υποτρίχωμα το οποίο είναι κοντύτερο, λεπτότερο, πυκνότερο και χνοώδες, με ποιο ανοικτό χρώμα. Οι τρίχες στο σώμα του κυνός ανορθώνονται δίνοντας το φαινόμενο της Ανατριχιάσεως.
Η κατεύθυνση των τριχών στο κεφάλι, στο λαιμό, στο άνω μέρος του κορμού και στα σκέλη είναι από εμπρός προς τα πίσω. Στη πίσω επιφάνεια των σκελών και ιδιαίτερα των πρόσθιων σκελών οι τρίχες στους βραχύτριχους σκύλους έχουν κατεύθυνση από τα έξω προς τα μέσα δηλαδή οριζόντια. Στα αυτιά οι τρίχες κλείνουν από τα κάτω προς τα πάνω
Ως  προς την κατεύθυνση των τριχών, εξαιρούνται μόνο δύο φυλές, ο σκύλος Φού Κουό και ο προερχόμενος απ’ αυτόν Ροδεσιανός Λεωθήρας οι οποίοι έχουν στη ράχη τους μια λουρίδα τριχών με αντίθετη κατεύθυνση δηλαδή από πίσω προς τα μπροστά. Οι τρίχες γενικά αποβάλλονται σε ορισμένη εποχή του έτους και αντικαθίστανται ταυτόχρονα από άλλες (εποχική τριχόπτωση) . Αυτή η τριχόπτωση εμφανίζεται και την χειμερινή περίοδο σε σκυλιά που διαβιούν σε θερμό περιβάλλον.  Στα ηλικιωμένα άτομα και στα λεμφατικά η ανάπτυξη των τριχών είναι προβληματική. Τα χαρακτηριστικά της τρίχας είναι τα ίδια και στα δύο φύλλα, διαφοροποιούνται ελάχιστα ανάλογα με την ηλικία. Η ποιότητα του τριχώματος επηρεάζεται από διάφορες συνθήκες όπως η θερμοκρασία, το φώς, η διατροφή και η περιποίηση. Επίσης η πυκνότητα, το μήκος, η έλλειψη, η αφθονία του υποτριχώματος επηρεάζονται  πολύ από το κλίμα. (προσαρμογή στο περιβάλλον). Ως προς την ποιότητα οι τρίχες μπορεί να είναι μαλακές, σκληρές, λεπτές, χοντρές, μεταξώδεις, χνοώδεις, υαλοειδείς κλπ.

Σε σχέση με το μήκος το τρίχωμα διακρίνεται σε κοντό, ημίμακρο και μακρύ.
Το κοντό τρίχωμα είναι αυτό που δεν υπερβαίνει τα 2,5 εκ. και είναι σε όλο το μήκος του λείο και ίσιο χωρίς καμία παρέκκλιση. Είναι λίγο-πολύ πυκνό και υαλώδους υφής (Πόιντερ, μπόξερ, μπράκ).

Το ημίμακρο τρίχωμα δεν υπερβαίνει τα 5-6 εκ και διακρίνεται σε τρείς τύπους.
1. Οι τρίχες είναι ευθείες και ημι-υαλώδους υφής Γερμανικός ποιμενικός)
2. Οι τρίχες είναι ανορθωμένες (διάφοροι Αλωπεκίαι, λουλού)
3. Οι τρίχες είναι σκληρές και τραχιές (γκριφόν, τεριέρς) 
 Το μακρύ τρίχωμα μπορεί να είναι μακρύ ανώ των 6 εκ ή πολύ μακρύ, λείον κυματοειδές, κορυμβώδες, ελικτόν, βοστρυχώδες
 Το λείο τρίχωμα είναι ευθύ, κρεμασμένο στρωτό και μεταξώδους υφής (σέττερς, κόκκερ σπάνιελς) 
Το κυματοειδές τρίχωμα παρουσιάζει σε όλος το μήκος του αντίθετες εναλλασσόμενες καμπύλες και είναι μαλακής υφής (Μπορζόϊ) 
Το κορυμβώδες τρίχωμα είναι ελαφρώς κυματοειδές και σχηματίζει μικρούς και χωριστούς  πλοκάμους και είναι μαλακό (κάποιοι ορεσίβιοι κύνες)
Το Ελικτόν τρίχωμα είναι ελικοειδές και σχηματίζεται με μορφή που θυμίζει σχοινί. Η υφή του είναι εριώδης (κύνες θωμιγγότριχες)  
Το βοστρυχώδες  τρίχωμα συστρέφεται σαν δακτυλίδι και είναι εριώδους υφής (κύνες ουλότριχες, κανίς)
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, οι κύνες, με βάση την ποιότητα του τριχώματος τους μπορούν να χαρακτηριστούν ποικιλοτρόπως ως πχ. Βραχύτριχες, μακρότριχες, σκληρότριχες, μεταξότριχες, μαλακότριχες, εριότριχες, ουλότριχες, λειότριχες, θωμιγγότριχες κλπ.

ΧΡΩΜΑΤΑ

Ο σημαντικότερος χαρακτήρας του τριχώματος είναι το χρώμα, του οποίου η μελέτη έχει μεγάλη κυνοτεχνική ή μάλλον κυνογνωστική αξία. Το χρώμα είναι αποτέλεσμα της απορρόφησης των φωτεινών ακτινών από το δέρμα και το τρίχωμα. Το λευκό π.χ. είναι η ολική αίσθηση της ακτίνας του φωτός, το μαύρο αντίθετα, είναι η άρνηση του φωτός , δηλαδή του χρώματος. Η απορρόφηση  των φωτεινών αχτίνων, δηλαδή η μετάδοση ενός ορισμένου χρώματος, οφείλεται  σε ειδική ουσία που ονομάζεται μελαγχρωστική (μελανίνη κλπ) η οποία βρίσκεται διασπαρμένη σε μικρά κοκκίδια στο δέρμα και στο τρίχωμα. Γενικά η μελαγχρωστική του δέρματος είναι ίδια με αυτή του τριχώματος. Όχι σπάνια όμως διαφέρουν, δηλαδή το χρώμα του τριχώματος εξαρτάται από άλλη ειδική μελαγχρωστική η οποία ουδεμία σχέση έχει με αυτή του τριχώματος, όπως π.χ. μπορεί να υπάρχουν λευκές τρίχες σε μαύρο δέρμα.
Φυσιολογική συσσώρευση μεαλαγχρωστικής έχουν γενικά οι βλενογόνοι, το ακρορίνιο, η ίριδα του οφθαλμού, τα νύχια κλπ. Η μερική έλλειψη της (μερικώς αλφισμός, αποχρωματισμός, λευκοπάθεια) αποτελεί σοβαρό ελάττωμα, ενώ η ολική απουσία (ολικός αλφισμός) συνεπάγεται για όλες τις φυλές τον αποκλεισμό (ελάττωμα κληρονομικό-δείγμα εκφυλισμού).
Το χρώμα κατά κανόνα είναι σταθερό και καθορισμένο στα άγρια σκυλιά όπως και στους άλλους κυνίδες (λύκος, τσακάλι) και γενικώς σε όλα τα άγρια ζώα. Η εμφάνιση ποικιλίας χρωματισμών υπήρξε ένα από τα πρώτα δείγματα εξημέρωσης. Σταθερό και καθορισμένο χρώμα έχουν αρκετές φυλές σκύλων (Ελληνικός Ιχνηλάτης, Σκωτικός σέττερ, Μπόστον τερριερ) ενώ άλλες έχουν ποικιλία χρωμάτων και η διάταξη τους δεν έχει σημασία (πόιντερ, Γερμανικός ποιμενικός). Σημειώνουμε ότι τα σκυλάκια μερικών φυλών με την πάροδο της ηλικίας μεταβάλουν το χρώμα τους π.χ γεννιούνται σκουρόχρωμα και αργότερα γίνονται ανοιχτόχρωμα. Το Εϊρντάϊλ από μαύρο μεταβάλλεται σε μαύρο – υπέρυθρο, το Γιορκσαϊρ τερριέρ από μαύρο γίνεται κυανό-χαλυβδόχρωμο-υπόξανθο, το Δαλματίας γεννιέται λευκό και αργότερα εμφανίζονται οι χαρακτηριστικές μαύρες ή καστανές κηλίδες.
Τα χρώματα του τριχώματος διαιρούνται σε απλά ή ενιαία και σε σύνθετα ή πολλαπλά. Τα απλά είναι γενικώς αποτέλεσμα της επιλογής.

ΑΠΛΑ ΧΡΩΜΑΤΑ

Απλά είναι τα μονόχρωμα. Στην κυνογνωστική όμως χρησιμοποιείται ο όρος μονόχρωμο και για σκυλιά τα οποία στην πραγματικότητα παρουσιάζουν δύο χρώματα. Δεν λαμβάνεται υπόψη η παρουσία μιας λευκής κηλίδας  στο στήθος, στο μέτωπο, στα ακροπόδια, στην άκρη της ουράς για το μονόχρωμο μαύρο ή ερυθρό κλπ., ή το μαύρο προσωπείο στο υπόξανθο. Το χρώμα π.χ. του Ιρλανδικού Σέττερ λογίζεται ενιαίο ερυθρό έστω και αν έχει λευκή κηλίδα στο στήθος και στα ακροπόδια, το χρώμα του Μπόξερ λέγεται υπόξανθο παρά του ότι έχει μαύρο προσωπείο (χαρακτηριστικό)

Απλά χρώματα είναι:

Λευκό, πλήρες ή με λίγες μικρές κηλίδες άλλου χρώματος

Μαύρο, πλήρες ή με λευκές κηλίδες στο στήθος και στα ακροπόδια

Υπόξανθο, με τις αποχρώσεις του (από το χρώμα του άχυρου μέχρι το χρώμα της Δορκάδος).Μπορεί να έχει λευκές κηλίδες. Πολλές φορές έχει μαύρο προσωπείο.

 


Καστανό, λιγότερο η περισσότερο έντονο με ελάχιστο ή καθόλου λευκό. Τα σκυλιά δείκτες (φέρμας) έχουν ένα ειδικό καστανό χρώμα το οποίο δεν έχει καμία άλλη φυλή.

Σταχτί (τεφρόχρουν, μυόχρουν ή ποντικόχρουν, μολυβδόχρουν) πλήρες ή με λευκές κηλίδες στο στήθος και στα ακροπόδια.

 

ΣΥΝΘΕΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ

Μπορεί να είναι δυαδικά δηλαδή να αποτελούνται από 2 χρώματα και τριαδικά δηλαδή να αποτελούνται από τρία χρώματα (δίχρωμα και τρίχρωμα)

Σύνθετα δυαδικά χρώματα είναι:

Λευκό-μαύρο: Δηλαδή βάση του τριχώματος λευκή με μαύρα στίγματα ή κηλίδες
Λευκό-πορτοκαλόχρωμο:  Βάση του τριχώματος λευκή με πορτοκαλόχρωμα στίγματα ή κηλίδες 
Λευκό-καστανό : Βάση του τριχώματος λευκή με καστανά στίγματα ή κηλίδες
 Μαύρο-κοκκινωπό (υπέρυθρο): Βάση του τριχώματος μαύρη με ευρείες κοκκινωπές η πύρινες κηλίδες. Στο δίχρωμο αυτό τρίχωμα οι κηλίδες έχουν σταθερή διάταξη, έστω και αν είναι διαφορετικής απόχρωσης και μεγέθους. Το κοκκινωπό βρίσκεται στο ρύγχος, πάνω από τα μάτια (ορφναί γαζίαι, ψεύτικα μάτια), στο στήθος, την κοιλιά και στα σκέλη και στην κάτω επιφάνεια της ουράς. Το μαύρο κοκκινωπό μπορεί να έχει μια μικρή λευκή κηλίδα στο στήθος. Ελληνικός Ιχνηλάτης, Σκωτικός Σέττερ). 
Λυκόχρωμο: τρίχες ανοικτόχρωμες με μαύρη άκρη 
Φαιό (γκρί σκούρο): Ανάμικτος συνδυασμός  λευκών και μαύρων τριχών.

 

 

Μελίχρωμο (μελί): Ανάμικτος συνδυασμός υπόξανθων και λευκών κηλίδων
 Ραβδωτό (τιγρέ): Βάση του τριχώματος υπόξανθο ή φαιά με μαύρες ραβδώσεις

Όπως φαίνεται από τα παραπάνω στα διπλά χρώματα το πρώτο χρώμα αποτελεί τη βάση και υπερέχει του δεύτερου χρώματος (κηλίδων). Με άλλα λόγια όταν λέμε π.χ. λευκό – καστανό εννοούμε το λευκό τρίχωμα με καστανές κηλίδες  ενώ όταν λέμε καστανό – λευκό εννοούμε το καστανό τρίχωμα με λευκές κηλίδες. Όταν αντί κηλίδες υπάρχουν στίγματα τότε το τρίχωμα ονομάζεται στικτό, όπως π.χ. Λευκό- μελανόστικτο , κατανό – λευκόστικτο, κ.ο.κ.

Σύνθετα τριαδικά χρώματα είναι:

Λευκό – μαύρο-κοκκινωπό: Ανάμικτη ένωση λευκών, μαύρων και κοκκινωπών (υπόξανθων ή καστανών ) τριχών 
Τρίχρωμο: Γενικώς βάση λευκή με μαύρες και κοκκινωπές  (ή υπόξανθες ή καστανές) κηλίδες.
Τα χρώματα μπορεί να παρουσιάζουν ιδιάζουσες αντανακλάσεις, όπως για παράδειγμα, το σταχτή μπορεί να έχει αντανάκλαση αργυρόχρωμη ή χαλυβδόχρωμη (Βαιμαράνερ), το υπόξανθο αντανάκλαση χρυσίζουσα (Γκόλντεν ριτρίβερ) το κοκκινωπό αντανάκλαση βιόλας (Ιρλανδικό σέττερ), το λευκό – μαύρο αντανάκλαση κυανή (μπράκ της Ωβέρνης) κλπ
Όπως το τρίχωμα έτσι και το χρώμα επηρεάζονται από διάφορους παράγοντες. Για παράδειγμα είναι ανοικτότερο μετά το κούρεμα ή κατά την εποχική αλλαγή του τριχώματος. Μεγάλη σημασία επίσης έχει η διατροφή και το κλίμα. Το δέρμα δεν είναι στιλπνό σε ασθενείς σκύλους (στα κουτάβια μαρτυρεί ασκαριδίαση ή αβιταμίνωση) και το καλοκαίρι φαίνεται πιο ξεθωριασμένο ειδικά στις θερμές περιοχές.  Ακόμα η απόχρωση του τριχώματος μπορεί να αλλοιωθεί ή και να αλλάξει περιοδικά από την χρήση χημικών  προϊόντων (οξυγονούχο ύδωρ, νιτρικός άργυρος).
ΚΕΦΑΛΙ

Η κεφαλή αποτελεί το πρόσθιο τμήμα του σκύλου που περιέχει τον εγκέφαλο και τα αισθητήρια της όρασης, της ακοής, της γεύσης και της όσφρησης. Ενώνεται με τον κορμό δια του λαιμού (τράχηλος) και διαιρείται σε δυο μέρη: στο κρανίο και το ρύγχος (πρόσωπο).
Η κεφαλή είναι το πιο ενδιαφέρον μέρος του σώματος του σκύλου και αναλόγως των φυλών με την μεγαλύτερη ποικιλία. Το κεφάλι χαρακτηρίζει την φυλή. Από την εξέταση της μπορούμε να κρίνουμε επίσης την νοημοσύνη, την οσφρητική δύναμη κλπ
Το μήκος της κεφαλής μετριέται από την ινιακή απόφυση μέχρι το ακρορρίνιο, το οποίο μήκος έχει σχέση προς το ύψος στο ακρώμιο και διαφέρει από φυλή σε φυλή. Στον Ελληνικό ιχνηλάτη για παράδειγμα το μήκος της κεφαλής είναι το 4,35/10 του ύψους στο ακρώμιο, στο πόιντερ το 4/10.
Το πλάτος της κεφαλής μετριέται από το εξωτερικό άκρο του ενός ζυγωματικού τόξου μέχρι το άλλο (εγκάρσια διάμετρος) το οποίο πρέπει να είναι σε καλή αναλογία προς το μήκος της κεφαλής.

Ολικός κεφαλικός δείκτης (Ο.Κ.Δ.) λέγεται η σχέση μεταξύ του πλάτους πολλαπλασιαζόμενο επί 100 και του μήκους της κεφαλής:
Ολικός κεφαλικός δείκτης: πλάτος Χ 100 διά μήκος
Παράδειγμα: Πόϊντερ (ύψους 60εκ.)      Ο.Κ.Δ.=11,5 Χ 100:23=50
Δηλαδή στο πόιντερ το πλάτος της κεφαλής είναι το μισό του μήκους της 50%. Όσο ο κεφαλικός δείκτης είναι χαμηλότερος (κάτω από 50) τόσο το κρανίο και κατά συνέπεια ο εγκέφαλος, θα είναι ανεπτυγμένος (υπεροχή στην ευφυΐα). Στον εθνικό τύπο του Ελληνικού ιχνηλάτη για παράδειγμα αναφέρεται : «ο ολικός κεφαλικός δείκτης πρέπει να είναι κάτω του 50». Διαφορετικά όσων ο κεφαλικός δείκτης είναι μεγαλύτερος τόσο περισσότερο θα είναι ανεπτυγμένοι οι μασητήρες μύες και λιγότερο το κρανίο (υπεροχή της κτηνωδίας).
Καλό θα είναι να είμαστε προσεκτικοί ώστε το πλάτος του κρανίου να οφείλεται στην κανονική ευρύτητα του σκελετού του κρανίου και όχι στην υπερβολική ανάπτυξη των μυών της κροταφικό-ζυγωματικής χώρας, το οποίο αποτελεί ελάττωμα με εξαίρεση ορισμένες φυλές.    
Άνω επιμήκης γραμμή του κρανίου (ή κρανιακός άξονας) είναι η νοητή ευθεία γραμμή που περνάει από την ινιακή απόφυση και από το σημείο  ένωσης των ρινο-μετωπικών οστών (οβελιαία διάμετρος).
Άνω επιμήκης γραμμή του ρύγχους (ή προσωπικός άξονας) είναι η νοητή ευθεία γραμμή που ακολουθεί την άνω επιφάνεια του ρινικού καλάμου και ενώνει το ακρορρίνιο με το σημείο της ένωσης των ρινο-μετωπικών οστών (στόπ).
Από την σχέση των κρανιο-προσωπικών αυτών γραμμών, τα σκυλιά ταξινομούνται σε τρείς τύπους:
1ος τύπος: Οι άνω επιμήκης γραμμές του κρανίου και του ρύγχους να είναι μεταξύ τους παράλληλες (Γερμανικός μολοσσός, Σέττερ) 
2ος τύπος: Οι άνω κρανιο-προσωπικές γραμμές να είναι μεταξύ τους συγκλίνουσες (πόιντερ, μπόξερ) 
3ος τύπος:  Οι άνω κρανιο-προσωπικές γραμμές να είναι μεταξύ τους αποκλίνουσες (Ελληνικός Ιχνηλάτης)
ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΟΥ ΚΡΑΝΙΟΥ

Το κρανίο του σκύλου είναι οστεώδης θήκη που αποτελεί το πάνω και πίσω μέρος της κεφαλής και περικλείει τον εγκέφαλο, την παρεγκεφαλίδα και προμήκη μυελό. Αποτελείται από 8 οστά συναπτόμενα μεταξύ του με ραφές και σχηματίζουν την κρανιακή κάψα ή θήκη. Ο θόλος του κρανίου σχηματίζεται από το μετωπιαίο οστό (μπροστά) και των 2 βρεγματικών (στη μέση), της κόγχης του ινιακού (πίσω) και των 2 κροταφικών (στα πλάγια).
Το μήκος του κρανίου μετριέται από την ινιακή απόφυση μέχρι το ρινο-μετωπικό κοίλωμα, και είναι σε ορισμένη αναλογία προς το μήκος του ρύγχους και διαφέρει από φυλή σε φυλή (οβελιαία διάμετρος του κρανίου). Στο πόιντερ π.χ είναι ίσο, στο φόξ τερριέρ μικρότερο, στο μπόξερ μεγαλύτερο.
Το πλάτος του κρανίου είναι το αυτό με της κεφαλής (εγκάρσια διάμετρος)
Κρανιακός δείκτης είναι η σχέση μεταξύ του μήκους  και του πλάτους του κρανίου (δηλαδή μεταξύ οβελιαίας και εγκάρσιας διαμέτρου). Με βάση αυτό το δείκτη τα σκυλιά διαιρούνται σεδολιχοκέφαλα (μήκος κρανίου μεγαλύτερο), μεσοκέφαλα(μήκος ίσο) και βραχυκέφαλα (μήκος μικρότερο) Ο κρανιακός δείκτης εκφράζεται όπως και ο κεφαλικός (βλέπε παραπάνω)
1. Ινίο: Είναι το μπροστινό και πάνω μέρος της κεφαλής που βρίσκεται μεταξύ του μετώπου μπροστά και του αυχένα πίσω. Ανατομική του βάση είναι η απόφυση (κ. κορυφή, κόκκαλο) η οποία σε κάποιες φυλές εξέχει αρκετά ενώ σε άλλες καθόλου. Η έντονη  παρουσία του ή μη εξαρτάτε από την φυλή και καμία σχέση δεν έχει με την ικανότητα στην εργασία του σκύλου.
2. Μέτωπο: Η περιοχή του μετώπου ορίζεται μπροστά και κάτω από την οριζόντια γραμμή που ενώνει τα οφρϋακά τόξα  (μέτωπο –προσωπικής γραμμής) πίσω και πάνω από την ινιακή απόφυση δίπλα από τους κροτάφους και τα ζυγωματικά. Ευρύ μέτωπο σημαίνει γενικών ευρυχωρία για τον εγκέφαλο. Η μετωπική ραφή είναι ένα αυλάκι κατά μήκος της οβελιαίας γραμμής, η οποία ανέρχεται από το ρινο-μετωπικό κοίλωμα και καταλήγει σχεδόν ανεπαίσθητα στη μέση του μετώπου. Η απουσία της μετωπικής ραφής δηλώνει υπερβολικό πάχος των οστών.
3. Κροτάφοι (Μηλίγγια): Περιοχή στην οποία είναι προσκολλημένα τα πτερύγια των αυτιών. Ορίζεται από μπροστά από τα ζυγωματικά τόξα, πάνω από το μέτωπο, πίσω από τον αυχένα και μέρος του λαιμού και κάτω από την περιοχή της παρωτίδας.

4. Ωτική Περιοχή: Είναι η περιοχή η οποία περιέχει τα πτερύγια των αυτιών, τα οποία είναι προσκολλημένα στους κροτάφους. Συνάπτεται με την ζυγωματική περιοχή μπροστά, την μετωπική από πάνω και πίσω με την περιοχή προσκόλλησης της κεφαλής με το λαιμό.
Στο πτερύγιο του αυτιού υπάρχουν δύο επιφάνειες  (εξωτερική και εσωτερική), μια βάση, μια άκρη (αιχμή) και δυο χείλη (πρόσθιο και οπίσθιο). Και στις δυο επιφάνειες υπάρχει τρίχωμα, στην εσωτερική μάλιστα είναι λιγότερο και σταδιακά ελαττώνετε από την άκρη προς την βάση.
Το αυτί είναι αναλόγως των φυλών, κοντό, μετρίου μήκους, μακρύ και φέρεται με διάφορους τρόπους : όρθιο, ημι-όρθιο, κρεμασμένο. Ανάλογα με το σχήμα των αυτιών τα σκυλιά διακρίνονται σε, Οξύωτα (πομερανός), Πλατύωτα (Πόιντερ), ανάλογα με την κατεύθυνση τους διακρίνονται σε ορθόωτα (Γερμ. Ποιμενικός ) ημιορθόωτα (φόξ τεριέρ) καταίωτα (Μπράκ), Λοξόωτα (Επανιέλ παπιγιόν). Το σχήμα και η κατεύθυνση των αυτιών είναι στενά συνδεδεμένα με την εξέλιξη της φυλής. Ο άγριος σκύλος (όπως όλοι οι Κυνίδες, λύκος, τσακάλι) έχουν τα αυτιά ορθοτενή. Με την εξημέρωση του σκύλου και την μετέπειτα συνεχή μεταμόρφωση του η πλειοψηφία  σήμερα των σκύλων δεν έχουν όρθια αυτιά, αλλά κρεμασμένα. Μπορούμε μάλιστα να συμπεράνουμε ότι όσο μια φυλή σκύλου έχει μεγάλα λεπτά και κρεμαστά αυτιά, τόσο περισσότερο έχει απομακρυνθεί από τον πρωτόγονο τύπο.
Σε ορισμένες φυλές τα αυτιά κόβονται για πρακτικούς λόγους, π.χ. στους φύλακες για να αφαιρεθεί ένα εύκολο σημείο λήψης από τον αντίπαλο. Σε άλλες φυλές κόβονται για λόγους καλαισθησίας (κάτι που τείνει καλώς να εκλείψει διότι τα σκυλιά δεν προορίζονται ούτε για κυνομαχίες αλλά ούτε είναι ακαλαίσθητη η παρουσία των αυτιών). Όπου το κόψιμο των αυτιών ακόμα επιβάλλεται από το πρότυπο αυτό γίνεται με καθορισμένο τρόπο και μόνο ανώδυνα από τον υπεύθυνο κτηνίατρο.
5. Ζυγωματική περιοχή: Έχει σαν ανατομική περιοχή τον ζυγωματικό τόξο. Βρίσκεται μεταξύ της άνω κογχικής περιοχής, από εμπρός, η πλάγια επιφάνεια του μετώπου από πάνω, η παρειά(μάγουλο) από κάτω και πίσω ο κρόταφος. Τα εξωτερικά άκρα των ζυγωματικών τόξων χρησιμοποιούνται στην κυνομετρία σαν σημεία μέτρησης του πλάτους της κεφαλής. Σε μερικές φυλές τα ζυγωματικά είναι εξαιρετικά έντονα και σε άλλες ελάχιστα εμφανή. 
6. Άνω Κογχική περιοχή: Είναι ένα μικρό κοίλωμα το οποίο βρίσκεται πάνω από το οφρυακό τόξο. Στο σκύλο είναι ελάχιστα ανεπτυγμένο, αλλά ορατό. Η αφάνεια του άνω κογχικού κυλώματος οφείλεται σε υπερανάπτυξη του κροταφικού μυός, το οποίο αποτελεί ελάττωμα σε αρκετές φυλές. Στα υπέργηρα σκυλιά, στα ασθενή στα πολύ λεπτά και στους απογόνους παρήλικων γονέων η εν λόγω περιοχή είναι αρκετά βαθειά.
7. Οφρυακή περιοχή: Είναι το επάνω μέρος των κογχών που έχει ως ανατομική βάση το οφρυακό τόξο (περιοχή των φρυδιών). Στην περιοχή αυτή φυτρώνουν οι οφρύες (τρίχες μικρές και σκληρές). Σε ορισμένες φυλές τα τόξα αυτά είναι αρκετά ανυψωμένα (Ελλ. Ιχνηλάτης) και σε άλλες λιγότερο.
8. Ρινο- μετωπικό κοίλωμα (ή μέτωπο-ρινικό κοίλωμα, στόπ, σπάσιμο της μύτης): Είναι το σημείο ένωσης του ρινικού καλάμου και του μετώπου και προέρχεται από την προεξαχή των μετωπικών κόλπων. Αποτελεί σημείο μέτρησης του μήκους του κρανίου και του μήκους του ρύγχους. Στο πόιντερ π.χ. βρίσκεται στην μέση του μήκους της κεφαλής. Το βάθος του διαφέρει από φυλή σε φυλή, στο Αγγλικό Μπουλντόκ και στο Μπόξερ είναι εξαιρετικά έντονο, στο πόιντερ έντονο, στον Ελλ. Ιχνηλάτη λίγο και στους Λαγωνικούς σκύλους είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Κανόνας: όταν η επιμήκυνση της άνω γραμμής του ρύγχους διέρχεται μπροστά από την ινιακή απόφυση δεν είναι δυνατόν να υπάρχει ρινομετωπικό κοίλωμα.
ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΟΥ ΡΥΓΧΟΥΣ
Το ρύγχος ή πρόσωπο ή σπλαχνικό κρανίο (σε αντίθεση προς το εγκεφαλικό κρανίο) είναι το προέχον μπροστινό τμήμα της κεφαλής του σκύλου. Αποτελείται από πολλά οστά, τα οποία είναι δυνατόν να διαιρεθούν σε δύο ομάδες: Οστά της ρινικής περιοχής και οστά της μασητικής περιοχής. Το σχήμα του ρύγχους διαφέρει από φυλή σε φυλή (επίμηκες, τετραγωνισμένο κλπ), η βάση του είναι συνέχεια του κρανίου από το οποίο χωρίζεται με την νοητή οριζόντια μέτωπο-προσωπική  γραμμή. Τα όρια του αποτελούνται, πίσω από την μέτωπο-προσωπική γραμμή και τα μάτια, μπροστά από το προρρίνιο και τα χείλια, πλάγια από τα χείλια και την παρειά(μάγουλο), πάνω από τον ρινικό κάλαμο και κάτω από το γναθιαίο τόξο και την υπογνάθιο αύλακα.
Το μήκος του ρύγχους εξαρτάται από την ανάπτυξη των γναθιαίων οστών και εκτείνεται από το ακρορρίνιο (προρρίνιο) μέχρι του, μεταξύ των εσωτερικών οφθαλμικών γωνιών, σημείο. Το μήκος του ρύγχους είναι σε ορισμένη αναλογία με το μήκος του κρανίου και διαφέρει από φυλή σε φυλή. Το ύψος του ρύγχους μετριέται από την άνω επιφάνεια του ρινικού καλάμου μέχρι και την συναφή των χειλιών και είναι σε αναλογία με το μήκος του (π.χ. στο πόιντερ αντιστοιχεί κατά 40%). Το πλάτος του ρύγχους είναι η εγκάρσια διάμετρος του και μετριέται στην γραμμή του πρώτου γομφίου (στη μέση περίπου του μήκους του).

9. Κογχική περιοχή – Οφθαλμός:  Περιλαμβάνει τον οφθαλμικό κόγχο μέσα στον οποίο βρίσκεται ο οφθαλμός. Ο οφθαλμός (διφυές αισθητήριο όργανο της όρασης) αποτελείται από ένα σφαιροειδή βολβό, ο οποίος διαιρείται από τον κρυσταλλοειδή φακό, σε πρόσθιο και οπίσθιο θάλαμο. Στον πρόσθιο θάλαμο διακρίνονται εξωτερικά  ο κερατοειδής και σκληρωτικός χιτώνας, η ίριδα και η κόρη του οφθαλμού.
Ο κερατοειδής χιτώνας είναι ισχυρή και διαφανής μεμβράνη και βρίσκεται στο μπροστινό μέρος του οφθαλμικού βολβού.
Ο σκληρωτικός ή σκληρός χιτώνας είναι η λευκή μεμβράνη (κοινώς ασπράδι του ματιού) ο οποίος περιβάλει τον κερατοειδή χιτώνα και ενώνεται μπροστά με αυτόν και πίσω με τον επιπεφυκότα (ο ερυθρός βλεννογόνος που βρίσκεται κάτω από τα βλέφαρα). Η ίρις βρίσκεται πίσω από τον κερατοειδή χιτώνα και παρουσιάζεται μπροστά σαν διάφραγμα, έχοντας στο κέντρο άνοιγμα, την κόρη, δια μέσου της οποίας εισέρχονται οι φωτεινές αχτίνες. Η κόρη μπορεί να συστέλλεται και να διαστέλλεται.
Το χρώμα της ποικίλει στις διάφορες φυλές π.χ είναι καστανή στον Ελλ. Ιχνηλάτη, κίτρινη στο πουντελπόιντερ, κόκκινη στον λευκό Τσιουάουα. 
Γενικώς όμως η κόρη είναι καστανή λιγότερο η περισσότερο (προτέρημα).  Για την ακρίβεια το χρώμα της ίριδας θα πρέπει να είναι σε αρμονία με το χρώμα του ακρορρινίου και των βλεφαρικών παρυφών.  Ο καστανόχρωμος ή λευκό-καστανόχρωμος σκύλος θα πρέπει να έχει ίριδα καστανή. Ο Λευκό-πορτοκαλόχρωμος βαθειά πορτοκαλόχρωμη ενώ ο μαύρος και ο λευκός σκύλος θα πρέπει να έχουν ίριδα πολύ σκούρα καστανή και ακρορρίνιο και βλεφαρικές παρυφές μαύρες. Η μαύρη ίριδα, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων (Σνάουτσερ γίγας) απορρίπτεται διότι αυτό είναι χαρακτηριστικό του άγριου σκύλου.
Η πολύ ανοιχτόχρωμη ή ανοιχτή γαλάζια οφείλεται σε ελλιπή μελαγχρωστική και αποτελεί ελάττωμα κληρονομικό και μάλιστα ουσιώδες (ένδειξη εκφυλισμού). Τα εν λόγω σκυλιά έχουν χαμηλή όραση. Το χρώμα της ίριδος πρέπει να είναι ίδιο και στα δύο μάτια. Η ετεροφθαλμία (διαφορετικό χρώμα στα μάτια) συναντάται ως επί το πλείστον σε ανοικτόχρωμα μάτια και αποτελεί ελάττωμα αποκλεισμού. Η κόρη στο σκύλο είναι στρογγυλή.
Ο βολβός του οφθαλμού γενικά δεν θα πρέπει να εξέχει αλλά ούτε και να εισέχει μέσα στην κόγχη. Στην πρώτη περίπτωση (εξόφθαλμος) τα μάτια είναι γουρλωμένα και αυτό οφείλεται (εκτός των παθολογικών καταστάσεων) στην υπερβολική ανάπτυξη των μασητήριων μυών, οι οποίοι πιέζουν προς τα έξω το βολβό. Στην δεύτερη περίπτωση (ενόφθαλμος), το μάτι είναι  σχεδόν πάντα υπερβολικά μικρό (μικροφθαλμία) ένδειξη ατελούς ανάπτυξης του οπτικού νεύρου και του εγκεφάλου κατά συνέπεια και της ευφυΐας του σκύλου. Βέβαια σε κάποιες περιπτώσεις το μάτι φαίνεται μικρό εξαιτίας της στενής βλεφαρικής σχισμής και είναι χαρακτηριστικό κάποιων φυλών, (φοξ τεριέρ) και όχι ελάττωμα.
Η έκφραση του ματιού διαφέρει από φυλή σε φυλή, μπορούμε να πούμε ότι κάθε φυλή έχει το δικό της βλέμμα. Έκφραση βαθειά γλυκιά, φωτεινή, έχουν γενικώς τα Μπράκ, κάποιοι ποιμενικοί ζωηρή και  σπινθηροβόλα, οι ουλότριχες, τα επανιέλ Μπρετόν. Ατενής και  κεραυνοβόλα είναι του πόιντερ. Το πλάγιο βλέμμα είναι χαρακτηριστικό του άγριου σκύλου, στον οικιακό σκύλο δηλώνει κακό και ύπουλο χαρακτήρα. Το μάτι του σκύλου γενικά έχει νοήμονα έκφραση.
Μεγάλη σημασία έχει η θέση των οφθαλμών ή οποία οφείλεται στο σχήμα των κογχών και του πρόσθιου τμήματος του κρανίου. Η ακριβής θέση προσδιορίζεται από την μέτρηση της γωνίας που σχηματίζεται από τον βλεφαρικό άξονα και του μέσου επιμήκους άξονα (οβελιαία διάμετρος) της κεφαλής. Η θέση αυτή μπορεί να είναι μετωπική, υπομετωπική, ημιπλάγια, και πλάγια.
Μετωπική είναι όταν οι προλεχθέντες άξονες σχηματίζουν σχεδόν ορθή γωνία (90) δηλαδή όταν οι βλεφαρικοί άξονες και των δύο ματιών τείνουν να βρίσκονται στην ίδια οριζόντια γραμμή. Η μετωπική θέση συναντάται στους βραχυκέφαλους τύπους και γενικά σε κεφάλια με έντονο ρίνο-μετωπικό κοίλωμα.
Υπομετωπική  είναι όταν οι άξονες σχηματίζουν γωνία 15 μοίρες περίπου (πόιντερ) 
Ημιπλάγια είναι όταν οι άξονες σχηματίζουν γωνία 25 μοίρες (Αγγλικός σέττερ) 

Πλάγια (λοξή) είναι όταν οι άξονες σχηματίζουν γωνία 35-40 μοίρες (Εσκιμώοι, Σαμογιέτ, και γενικώς τα σκυλιά των βορείων χωρών).

Η μεταξύ των ματιών απόσταση έχει και αυτή την σημασία της. Στις βραχύγναθες φυλές (Μπουλντώκ, Μπόξερ.) απέχει πολύ το ένα μάτι από το άλλο ενώ στις δολιχοκέφαλες φυλές βρίσκονται σχετικά κοντά. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για κεφάλια μεγάλα και χοντρά και στην δεύτερη για στενούς μετωπικούς κόλπους και ρινικού καλάμου στη βάση. Τα πολύ κοντά ή πολύ μακριά τοποθετημένα μάτια  αποτελούν εξαιρετικά σοβαρό ελάττωμα. Το μάτι περιβάλλεται από δύο δερμάτινα παραπετάσματα, τα βλέφαρα, (άνω και κάτω), των οποίων τα ελεύθερα χείλη όταν ενώνονται σχηματίζουν τη βλεφαρική σχισμή. Στην βλεφαρική σχισμή διακρίνονται δυο άκρα (συναφές) το εσωτερικό το οποίο ονομάζεται  εσωτερική ή ρινική γωνία του οφθαλμού και το εξωτερικό, το οποίο ονομάζεται εξωτερική η κροταφική γωνία του οφθαλμού. Η νοητή ευθεία γραμμή μεταξύ των δύο αυτών γωνιών ονομάζεται βλεφαρικός άξονας, ο οποίος χρησιμεύει μαζί με την οβελιαία διάμετρο της κεφαλής στον προσδιορισμό της θέσης των ματιών. Από την ακρολοφία του ελεύθερου χείλους των βλεφάρων, φυτρώνουν σε μονή σειρά μακριές και χοντρές τρίχες, οι βλεφαρίδες, (τσίνουρα, ματόκλαδα) τα οποία λειτουργούν σαν πλέγμα προστασίας του ματιού. Οι βλεφαρίδες στο κάτω βλέφαρο είναι κοντές και αραιές και σε κάποιες φυλές λείπουν εντελώς. Η έλλειψη βλεφαρίδων είναι ελάττωμα το οποίο οφείλεται σε νοσήματα του ματιού (βλεφαρίτιδα κ.α.) σε γενική ασθένεια (αναιμία λεμφατισμό κ.λ.π.) ή μπορεί να είναι κληρονομική.
Κάτω από την ρινική γωνία βρίσκεται το τρίτο βλέφαρο, έχει εγκάρσια κίνηση σε σχέση με την κίνηση των άλλων δύο βλεφάρων και χρησιμεύει στον καθαρισμό του ματιού. Αν προεξέχει καλύπτοντας μέρος του οφθαλμού αποτελεί για όλες τις φυλές ελάττωμα. Τα βλέφαρα πρέπει να εφάπτονται ομαλά και να κλείνουν εντελώς. Δεν πρέπει να είναι πολύ χαλαρά και κρεμασμένα (ελάττωμα συνηθισμένο στο Αγγλ. Μπουλντώκ, τσάου-τσάου και Μπλαντχάουντ) ή να είναι στραμμένα προς τα μέσα (εντρόπιον) ή προς τα έξω (εκτρόπιον). Είναι σοβαρά ελαττώματα, τα οποία προκαλούν οφθαλμικές παθήσεις (επιπεφυκίτιδα, κερατίτιδα) και μεταβιβάζονται εύκολα στους απογόνους.
Τα ελεύθερα βλεφαρικά χείλη είναι γενικά, όπως και το ακρορρίνιο, σκουρόχρωμα, (εξαιτίας της συσσώρευσης μελαγχρωστικής) ο μερικός αποχρωματισμός είναι ελάττωμα και ο ολικός συνεπάγεται τον αποκλεισμό.  
10. Ρινικός κάλαμος (μύτη)- Αποτελεί το πάνω μέρος του ρύγχους και ορίζεται, πίσω από την μεταξύ των κογχικών τόξων γραμμή, μπροστά ενώνεται με την μπροστινή επιφάνεια των χειλιών, πάνω είναι ελεύθερος και πλαγίως ορίζεται από τις δυο νοητές γραμμές που ενώνουν τις εσωτερικές γωνίες των ματιών με τα κάτω άκρα των ρινικών πτερυγίων. Το μήκος του, όπως είναι φυσικό, είναι ίδιο με αυτό του ρύγχους και αναλόγως των φυλών είναι εξαιρετικά ποικίλο.  Σε κάποιες φυλές είναι πολύ μακρύ (Λαγωνικοί), σε άλλες ισομεγέθες (πόιντερ, Ελλ. Ιχνηλάτης) και σε άλλες τόσο κοντό που να νομίζεις ότι δεν υπάρχει (Μπουλντώκ, Πεκιναίος). 
Σε σχέση με την άνω επιφάνεια του μπορεί να είναι ευθύγραμμος, κυρτόγραμμος και κοιλόγραμμος. Ο ευθύγραμμος ρινικός κάλαμος παρατηρείται σε πολλές φυλές και γενικά σε κεφάλια που έχουν παράλληλους κρανιο- προσωπικούς άξονες (σέττερς, κάποια Μπράκ, ιχνηλάτες). Ο κυρτόγραμμος ρινικός κάλαμος  (προφίλ προβάτου) παρατηρείται γενικά σε κεφάλια με αποκλίνουσες (διιστάμενες) κρανιο-προσωπικές γραμμές (κάποιοι ιχνηλάτες, γκριφόν). Ο κοιλόγραμμος ρινικός κάλαμος συναντάται γενικά σε κεφάλια με συγκλίνοντες τους κρανιο-προσωπικούς άξονες (σκυλιά ρινόσιμα: Μπουλντώκ, μπόξερ. Στο πόιντερ αποτελεί ελάττωμα).
  
Η άκρη του ρινικού καλάμου ονομάζεται ακρορρίνιο (μύτη, μουσούδι) αποτελείται από το σαρκώδες μέρος του και η προεξοχή του ονομάζεται προρρίνιο (κυνομετρικό σημείο). Η μεταξύ των οφθαλμικών κογχών, βάση, του ρινικού καλάμου λέγεται ριζορρίνιο. Το ακρορρίνιο είναι άτριχο, με έντονη μελαγχρωστική, ευκίνητο, ψυχρό και υγρό (λόγω της σταθερής έκκρισης των ιδρωτοποιών αδένων  και του εισπνεόμενου αέρα. Η μεγάλη ευκινησία, το αξιόλογο μέγεθος του ακρορρινίου και τα μεγάλα ρουθούνια είναι ένδειξη μεγάλης οσφρητικής ευαισθησίας, ιδίως του κυνηγετικού σκύλου.
Το ακρορρίνιο μπορεί να εξέχει ή να βρίσκεται στην αυτή ευθεία με το πρόσθιο χείλος. Σε κάποιες φυλές κλείνει προς τα πίσω και βρίσκεται σχεδόν μεταξύ των ματιών, (Αγγλ. Μπουλντώκ, Γκριφφόν Βρυξελλών). Η πάνω γραμμή του ακρορρινίου ακολουθεί γενικά την γραμμή του ρινικού καλάμου (Ελλ. Ιχνηλάτης) σε κάποιες όμως φυλές ανυψώνεται σαν δίσκος (πόιντερ) και σε άλλες κλείνει προς τα κάτω (ρωμαϊκή κατατομή).
Το ακρορρίνιο ενώνεται με το πάνω χείλος, στην μπροστινή επιφάνεια του έχει δύο ανοίγματα, τα ρουθούνια. Αυτά πρέπει να είναι καλά ανοικτά και τα πτερύγια τους ευκίνητα. Μεταξύ τους υπάρχει ένα αυλάκι, το οποίο συνεχίζεται στο πάνω χείλος και ονομάζεται Ρινοχειλική αύλακα. Το αυλάκι αυτό γενικά δεν είναι έντονο (εκτός από το Βελγικό και Ισπανικό Μπράκ). Αν είναι πολύ βαθύ και διαιρεί το ακρορρίνιο σε δύο μέρη (διπλή μύτη) οφείλεται σε ραχιτισμό ή εκφυλισμό και αποτελεί ελάττωμα αποκλεισμού στο σκύλο. Αν συνοδεύεται και από ελλιπή διάπλαση του μπροστινού τμήματος της άνω γνάθου (λυκόστομα) τότε είναι εξαιρετικά μεγάλο ελάττωμα και καθιστά το σκύλο άχρηστο.
Το χρώμα του ακρορρινίου αντιστοιχεί γενικά προς το χρώμα του τριχώματος και πρέπει να είναι σε αρμονία με το χρώμα της ίριδας και των βλεφαρικών παρυφών. Είναι π.χ. βαθύ καστανό στον καστανό και λευκό-καστανό σκύλο, μαύρο στον μαύρο και μαύρο-κοκκινωπό σκύλο κλπ. Στους λευκό-ποτροκαλόχρωμους σκύλους μπορεί να είναι κρεατόχρωμο (μπράκ, επανιέλ μπρετόν)  ή και μάυρο (πόιντερ, αγγλ. Σέττερ, ιχνηλάτες, λαγωνικοί, ποιμενικοί κλπ). Το μαύρο ακρορρίνιο στο λευκό-πορτοκαλόχρωμο πόιντερ είναι μεγάλο προτέρημα. Στα λευκότριχα σκυλιά το ακρορρίνιο πρέπει να είναι μαύρο.
Ο μερικός αποχρωματισμός του ακρορρινίου είναι ελάττωμα και αν συνοδεύεται έστω και από μερικό αποχρωματισμό των βλεφαρικών παρυφών  είναι εξαιρετικά σοβαρός κληρονομικός εκφυλισμός. Ο ολικός αποχρωματισμός (πλήρης λευκοπάθεια) συνεπάγεται τον αποκλεισμό για οποιαδήποτε φυλή. Το χρώμα του ακρορρινίου παρουσιάζει κάποιες φορές ανοιχτόχρωμα στίγματα παίρνοντας την όψη του μαρμάρου (μαρμάρωση, ιασπίδωση). Η ελαφρά αυτή παραλλαγή δεν είναι επιθυμητή, αλλά δεν θεωρείται αξιόλογο ελάττωμα.  
Χείλη. Αποτελούν κατά το μεγαλύτερο μέρος την πρόσθια επιφάνεια και τις δύο πλάγιες επιφάνειες του ρύγχους, καλύπτουν λίγο ή πολύ και ανάλογα τη φυλή, το στόμα. Το άνω χείλος είναι ανεπτυγμένο και λεπτό, στην πρόσθια επιφάνεια του υπάρχει μια μικρή τριγωνική άτριχη πλάκα, με έντονη μελαγχρωστική η οποία ενώνεται με την πρόσθια επιφάνεια του ακρορρινίου. Στη μέση του άνω χείλους υπάρχει μια λίγο πολύ, στενή αύλακα η οποία ενώνεται με την ρινική αύλακα (ρινοχειλική αύλακα). Το κάτω χείλος είναι λιγότερο ανεπτυγμένο και ενώνεται  με το πάνω χείλος πλάγια και από τις δύο μεριές σε ένα ορισμένο σημείο που ονομάζεται συναφή των χειλιών.
Η εξωτερική επιφάνεια τους καλύπτεται από τρίχες, στο πάνω χείλος και στην άκρη του φυτρώνουν κάποιες μακριές και εξαιρετικά σκληρές τρίχες, τα μουστάκια. Τα χείλη σε πολλές φυλές έχουν πτυχές και η ελεύθερη επιφάνεια τους και ιδίως του κάτω χείλους είναι διακεκομμένη. Η ανάπτυξη των χειλιών στην κυνογνωσία νοείται πάντοτε σε ύψος και όχι σε μήκος, είναι και αναλόγως των φυλών λίγο πολύ έντονη. Πάντως η πρόσθια κάτω γωνία του χείλους  δεν θα πρέπει να κατεβαίνει κάτω από το ύψος της συναφής των χειλιών. Σε πολλές φυλές η πρόσθια γραμμή των χειλιών βρίσκεται ακριβώς κάτω από την πρόσθια γραμμή του ακρορρινίου (χείλη αναπτυγμένα μπροστά, πόιντερ) σε άλλες φυλές βρίσκεται πίσω, (χείλη ελλιπή, ρύγχος οξύληκτο, λαγωνικοί, κάποιοι ποιμενικοί).
10.Συναφή των χειλιών. Στην ανάπτυξη των χειλιών αντιστοιχεί και η ανάπτυξη της συναφής των χειλιών, η οποία μπορεί να είναι αρκετά έντονη, εμφανής και αφανής.   Ανάλογα με την ανάπτυξη των χειλιών και της σύναφης τους, οι φυλές των σκύλων μπορούν να χωριστούν σε τρείς κατηγορίες   
Α). Σκυλιά με μέγιστη ανάπτυξη (Μπλουντχάουντ, Αγίου Βερνάρδου, Μπόξερ κλπ)
Β). Σκυλιά με μέτρια ανάπτυξη (Πόιντερ, κάποιοι Μολοσσοί, Σκωτικός Σέττερ κλπ)
Γ). Σκυλιά με ελάχιστη ανάπτυξη (Λαγωνικοί, τερριέρς, ποιμενικοί κλπ)
Η ανάπτυξη ή μη της συναφής των χειλιών εκτός από αισθητικής πλευράς έχει και ειδική λειτουργική σημασία στο τρόπο εργασίας του σκύλου π.χ.  στο πόιντερ η συναφή των χειλιών είναι έντονη και εμφανής , διότι αυτός ο σκύλος κατά την γρήγορη έρευνα στο κυνήγι, στρέφει απότομα το κεφάλι  ψηλά με αποτέλεσμα να εκτείνεται το δέρμα, ιδιαίτερα στο πίσω μέρος των χειλιών, των παρειών και του λαιμού. Η συναφή των χειλιών είναι λοιπόν μια απόθεση ιστού. Σε ένα πόιντερ με ελλιπή συναφή των χειλιών δεν γίνεται να σηκωθεί ψηλά το κεφάλι κατά το κυνήγι, το οποίο είναι και χαρακτηριστικό της φυλής. Ο Ιρλανδικός σέττερ ο οποίος δεν έχει επαρκεί συναφή των χειλιών, εκτελεί διαφορετικά την εργασία του, ο καλπασμός του είναι ειδικός, το κεφάλι δεν συστρέφεται στο λαιμό, και ο ρινικός κάλαμος δεν φέρεται ψηλά, αλλά προς τα μπρός. Οι λαγωνικοί σκύλοι οι οποίοι δεν χρησιμοποιούν την όσφρηση, αλλά την όραση για την ανεύρεση και δίωξη του λαγού, φέρουν το κεφάλι χαμηλά και γι’ αυτό στερούνται εμφανή συναφή των χειλιών.  Τα  σκυλιά συλλήπτορες (άρπαγες) έχουν έντονη την συναφή των χειλιών και έντονες πτυχές για ανάλογους λειτουργικούς λόγους (έκταση του δέρματος κατά το μεγάλο άνοιγμα του στόματος).
Μια χαρακτηριστική πτυχή του δέρματος βρίσκεται στη μέση περίπου του ρύγχους του Αγγλικού Μπουλντώκ, του Μπόξερ, του Πεκιναίου και σε κάποιες άλλες φυλές, η οποία ξεκινάει από την άνω επιφάνεια του ρινικού καλάμου και καταλήγει στο μάγουλο. Στα σκυλιά αυτά η επιλογή, μείωσε σε όγκο τα οστά του ρύγχους, αλλά όχι το δέρμα και για αυτό δημιουργήθηκε αυτή η πτυχή.  Σε άλλες φυλές υπάρχει μια έντονη πτυχή (σε άλλες δύο), δίπλα στην συναφή των χειλιών η οποία οφείλεται στην αφθονία του δέρματος και στην μεγάλη ανάπτυξη των χειλιών. Σε κάποιες φυλές σκύλων Δεικτών (φέρμας) υπάρχει μια πτυχή σαν χορδή, η οποία ξεκινά από την συναφή των χειλιών και κατευθύνεται οριζοντίως καταλήγοντας στην οπισθογνάθιο περιοχή και στο λαιμό. Στο πόιντερ και στο σέττερ η χορδή αυτή αποτελεί ένδειξη κομψότητας και ευγένειας του ατόμου.
Στοματική περιοχή – Στόμα : Είναι η κοιλότητα που περιέχει την γλώσσα και τα δόντια. Εξωτερικά ορίζεται από τα χείλη. Το άνοιγμα του στόματος εξαρτάται από το μήκος των χειλιών  (μετριέται από την πρόσθια γραμμή μέχρι και την συναφή τους). Στα σκυλιά συλλήπτορες (άρπαγες) το στόμα μπορεί να είναι πολύ μεγάλο, ενώ στους κυνηγετικούς, των οποίων η εργασία βασίζεται κυρίως στην όσφρηση, υπάρχει στόμα κοντό, δηλαδή η θέση της συναφής των χειλιών είναι όσο γίνεται πιο μπροστά.
Ουρανίσκος (Υπερώα): Είναι το άνω τοίχωμα της κοιλότητας του στόματος το οποίο χωρίζει το στόμα από το χώρο του ρύγχους. Η επιφάνεια του περιβάλλεται μπροστά και πλάγια από τις οδοντοστοιχίες.  Πάνω στον ουρανίσκο υπάρχουν 9-10 εγκάρσιες αυλακιές, διαχωρίζονται από προεξοχές οι οποίες είναι ελαφρώς καμπύλες και πιο κοντά μεταξύ τους στο μπροστινό μέρος του ουρανίσκου. Σε κάποιες περιπτώσεις παρατηρούνται και άλλες μικρές τέτοιες αυλακιές μεταξύ των μεγαλύτερων.  Η μορφή και η διάταξη τους είναι λίγο πολύ ιδιαίτερες και διαφορετικές σε κάθε σκύλο ώστε θα μπορούσαν να αποτελέσουν στοιχείο ταυτότητας σε κάθε σκύλο.
Στους σκύλους με τετράγωνο ρύγχος, δηλαδή με παράλληλες τις πλάγιες επιφάνειες του, πρέπει και οι οδοντοστοιχίες να είναι όσο το δυνατό παράλληλες. Αν υπάρχει αμφιβολία ως προς την σύγκληση ή μη των πλάγιων επιφανειών του ρύγχους, εξαιτίας της ανάπτυξης των μυών και της συμπύκνωσης του δέρματος του, η εξέταση των οδοντοστοιχιών επιβάλλεται για τον ασφαλή καθορισμό του σχήματος του ρύγχους σε σχέση με τον προσανατολισμό των πλάγιων επιφανειών.

  
Ο ουρανίσκος μπορεί να έχει η όχι μελαγχρωστική. Αν έχει προεξοχές έχουν ενώ οι αυλακιές γενικά όχι. Η παρουσία μελαγχρωστικής είναι ως επί το πλείστον ένδειξη ισχύος και σφρίγους.  Σε τρείς φυλές μόνο απαιτείται ο ουρανίσκος και η γλώσσα να έχουν μεγαγχρωστική (σαν χαρακτηριστικό της φυλής), στο Τσάου-τσάου (Μπλέ-ιώδες), στον Φούκουόκ (μαύρο) και στον Ανναμίτη (Μπλέ-ιώδες) Η απουσία χρώματος για οποιαδήποτε άλλη φυλή δεν αποτελεί ελάττωμα και ούτε είναι ένδειξη της μη καθαροαιμίας του σκύλου.
Γλώσσα: Είναι μυώδες και εξαιρετικά ευκίνητο όργανο που φυτρώνει από τα εσωτερικά τοιχώματα του φάρυγγα. Είναι μακριά, πλατιά και επίπεδη με ζωηρό χρώμα χωρίς μελαγχρωστική (με εξαίρεση τις προαναφερόμενες φυλές). Στην ανώτερη επιφάνεια της υπάρχει μια αυλακιά αβαθής που καταλήγει στην κορυφή της. Η κάτω επιφάνεια καλύπτεται από άφθονο βλεννογόνο και μια πτυχή της σχηματίζει τον χαλινό της γλώσσας (Αρχαία λύττα ή λύσσα) η οποία είναι εξαιρετικά αναπτυγμένη στο σκύλο και χρησιμεύει στο να μπορεί να συστρέφει στην γλώσσα ως κουτάλι για την λήψη των υγρών. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν αυτή την πτυχή σαν σκουλήκι το οποίο προκαλούσε την Λύσσα (από κει και η ονομασία). Αυτή η πεποίθηση ίσχυε μέχρι πρόσφατα που ευτυχώς έχει ξεχαστεί και έτσι έχουν γλυτώσει τα σκυλιά από μια παράλογη ταλαιπωρία.  Η γλώσσα πρέπει να συγκρατείται μέσα στο στόμα. Στους βραχύγναθους σκύλους όχι σπάνια κρέμεται έξω από το στόμα και αυτό οφείλεται σε μερική παράλυση της. Κρεμασμένη γλώσσα μπορεί να δούμε και σε γέρικα σκυλιά ή σε σκυλιά χωρίς δόντια. 
Δόντια: Είναι μικρά και πολύ σκληρά κόκκαλα, παθητικά όργανα της μάσησης. Φυτρώνουν  κατά σειρά από τις γνάθους και σχηματίζουν δυο οδοντοστοιχίες και πίσω είναι ανοικτές.
Στο κάθε δόντι διακρίνονται τρία μέρη. Το ελεύθερο και ορατό μέρος ονομάζεται Μύλη, αυτό που βρίσκεται κρυμμένο μέσα στο φατνίο και καλύπτεται από τα ούλα που ονομάζεται ρίζα και μεταξύ μύλης και ρίζας που ονομάζεται αυχένας, στον οποίο καταλήγουν τα ούλα. Η μύλη παρουσιάζει τρείς επιφάνειες, την εξωτερική την εσωτερική και την άνω, ή οποία λέγεται μασητική. Στους κυνόδοντες η μασητική επιφάνεια δεν υπάρχει, διότι η ανώτερη επιφάνεια καταλήγει σε αιχμή.
Ο σκληρός ιστός του δοντιού αποτελείται από τρείς διαφορετικές ουσίες, την αδαμαντίνη, την οδοντίνη και την οστεΐνη.  Η αδαμαντίνη (κοινώς σμάλτο) είναι πολύ σκληρή, λευκή και στιλπνή ουσία η οποία καλύπτει την οδοντίνη μόνο μέχρι την μύλη. Στην ρίζα δεν υπάρχει. Η οδοντίνη (ή ελεφαντίνη) αποτελεί την βάση του δοντιού, είναι πολύ σκληρή μέχρι το κόκκαλο και με χρώμα ωχρόλευκο.  Στο κέντρο της υπάρχει η πολφική κοιλότητα, η οποία περικλείει τον πολφό, τα αγγεία και τα νεύρα (μαλακοί ιστοί του δοντιού).  Η οστεΐνη έχει την σύσταση του κοινού οστού, είναι υποκίτρινη και άστιλπνη. Αυτή καλύπτει μόνο τη ρίζα του δοντιού και είναι ανύπαρκτη στη μύλη, (γι αυτό τα δόντια των σκύλων είναι ολόλευκα και γυαλιστερά).
Ο σκύλος, όπως και άλλα θηλαστικά, έχει δυο οδοντοφυΐες. Η πρώτη λέγεται νεογιλή οδοντοφυΐα ή του γάλακτος (του σκυλακιού), η δεύτερη μόνιμη (του ενήλικα). Ο ενήλικας σκύλος έχει 42 δόντια (20 στην πάνω γνάθο και 22 στην κάτω), το σκυλάκι 32 και ο σκύλακας 38. Τα δόντια ανάλογα με το σχήμα τους διακρίνονται σε τρείς κυρίως τύπους:  τομείς,  κυνόδοντες, και  γομφίοι. Οι τελευταίοι διακρίνονται  αναλόγως με το μέγεθος τους σε προγομφίους και γομφίους. 
Οι τομείς ή κοπτήρες: Είναι τα μπροστινά δόντια και χρησιμεύουν κυρίως στον τεμαχισμό της τροφής. Σε κάθε οδοντοστοιχία είναι 6 και διαιρούνται ανά ζεύγη σε, μεσαίους ή κεντρικούς, παράμεσοι και πλάγιοι ή ακραίοι. Η μασητική επιφάνεια των κοπτήρων είναι τρίλοβος, ο μεσαίος λοβός είναι μεγαλύτερος των πλαγίων. Με βάση την φθορά των λοβών αυτών καθορίζεται η ηλικία του σκύλου. Οι κυνόδοντες είναι αμέσως μετά τους πλάγιους κοπτήρες και πριν τους προγομφίους. Έχουν μεγάλο μήκος και κωνικό σχήμα είναι πολύ ισχυροί και λίγο κυρτοί προς τα μέσα. Η ρίζα τους είναι μακρύτερη από την μύλη και δυνατή. Οι άνω κυνόδοντες είναι πιο χοντροί από τους κάτω. Χρησιμεύουν στον πλήξη τυ θηράματος και στον τεμαχισμό της σάρκας (σαρκοβόρο ζώο) και είναι δύο σε κάθε οδοντοστοιχία.
Οι προγόμφιοι ή ψευδοτραπεζήτες:    Οι πρώτοι  μετά τους κυνόδοντες , έχουν, πλην του 4ου λίγο πολύ τριγωνικό σχήμα και το μέγεθος τους αυξάνεται σταδιακά από τους έξω προς τους μέσα. Η μασητική επιφάνεια των προγομφίων έχει κοπτερούς και αιχμηρούς λοβούς. Είναι 8 σε κάθε γνάθο (4 δεξιά, 4 αριστερά) 
Οι γομφίοι ή τραπεζίτες ή μυλίτες:  είναι 4 στην πάνω γνάθο και 6 στην κάτω (ανά 2 και ανά 3). Είναι και αυτοί τριγωνικού σχήματος και έχουν μεγάλη μασητική επιφάνεια με διάφορους λοβούς. Οι προγόμφιοι και γομφίοι χρησιμεύουν στον τεμαχισμό και στην συντριβή των οστών.  Μεταξύ αυτών των δοντιών υπάρχουν διαφορές μεγέθους και σχήματος αλλά και ανωμαλίες (π.χ. σε μακρόγναθες φυλές υπάρχουν περισσότεροι προγόμφιοι και γομφίοι, ενώ σε βραχύγναθες λιγότεροι).
Η επαφή των τομέων της άνω οδοντοστοιχίας με τους τομείς της κάτω οδοντοστοιχίας γίνεται με δυο τρόπους. Στις περισσότερες φυλές συναντάμε την ψαλιδοδοντία  δηλαδή η εσωτερική επιφάνεια των άνω κοπτήρων εφάπτεται με την εξωτερική επιφάνεια των κάτω κοπτήρων, όπως οι λεπίδες του ψαλιδιού. Σε άλλες αλλά λιγότερες φυλές παρατηρείται η Λαβιδοδοντία  στην οποία η μασητική επιφάνεια των άνω κοπτήρων εφάπτεται με την μασητική επιφάνεια των κάτω κοπτήρων, σαν λαβίδα (τανάλια).  
Γνάθοι (Σιαγόνες):  Είναι δύο, ή άνω και η κάτω και έχουν ως ανατομική βάση τα γναθιαία οστά. Εξετάζονται κυνογνωστικά μάλλον ως προς την πλάγια όψη, το μήκος και την μεταξύ τους επαφή. Στους δολιχοκέφαλους και στους μεσοκέφαλους σκύλους (κυνηγετικούς, ποιμενικούς) η πλάγια όψη της κάτω γνάθου τείνει να είναι ευθεία, ενώ στους βραχυκέφαλους (συλλήπτορες), όπως και στους άγριους σκύλους είναι κυρτή, ιδίως στο πίσω μέρος της. Σε όλες σχεδόν τις φυλές οι γνάθοι είναι ισομεγέθεις και εφάπτονται εντελώς μεταξύ τους, μπροστά, έτσι ώστε οι κοπτήρες να σχηματίζουν ψαλιδοδοντία ή λαβιδοδοντία. Η κανονική αυτή επαφή των γνάθων ονομάζεται ορθογναθία. Σε κάποιες φυλές (Αγγ. Μπουλντώκ, Γαλλ. Μπουλντώκ, Μπόξερ) ή άνω γνάθος είναι κοντότερη από την φύση της από την κάτω γνάθο. Η ειδική αυτή μορφή της άνω γνάθου αποτελεί χαρακτηριστικό της φυλής και όχι ελάττωμα (προγναθία). 
Προγναθισμός είναι η προσωπογναθική ανωμαλία, στην οποία η άνω γνάθος είναι κοντότερη της κάτω.
Οπισθογναθισμός είναι το αντίθετο, δηλαδή η κάτω γνάθος είναι κοντότερη της άνω. 
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι στον προγναθισμό και οπισθογναθισμό του σκύλου, δεν πρόκειται ως επί το πλείστον για υπέρμετρη ανάπτυξη και προβολή της μιας γνάθου από την άλλη. Αυτή συνήθως είναι κανονικού μήκους , αλλά η άλλη είναι ανεπαρκούς μήκους. Έτσι στον προγναθισμό η κάτω είναι κανονικού μεγέθους και η άνω υπολείπεται μήκους, στον οπισθογναθισμό δεν παρατηρείται το αντίθετο. Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να παρατηρηθεί η μια γνάθος να είναι κανονικού μεγέθους και η άλλη υπέρμετρα ανεπτυγμένη και προεξέχουσα.  
Ο προγναθισμός μπορεί να είναι εκ γενετής ή επίκτητος, είναι αρκετά συνηθισμένος και αποτελεί μικρό ή μεγάλο ελάττωμα (ανάλογα με το βαθμό της ανωμαλίας) σε όλους τους σκύλους που το πρότυπο της φυλής ορίζει τέλεια εφαρμογή των οδοντοστοιχιών. Ο προγναθισμός οφείλεται σε πολλά αίτια (ραχιτισμό, λυμφατισμό κλπ) όχι σπάνια και σε ακατάλληλα ζευγαρώματα  μεταξύ ανόμοιων προσωπογναθικών ατόμων (μεταξύ μακρόγναθου και βραχύγναθου).  Κουτάβι το οποίο έχει γεννηθεί ορθογναθικό είναι δυνατόν να εμφανίσει αργότερα προγναθισμό, εξαιτίας της μη σύγχρονης ανάπτυξης της άνω σιαγόνας (επίκτητος). Από κληρονομικής άποψης, ο δολιχόμορφος σκύλος και πρόγναθος δεν μεταβιβάζει συνήθως το ελάττωμα στους άμεσους απογόνους, δηλαδή τα παιδιά, (τα οποία μπορεί να είναι ορθόγναθα), αλλά στους απογόνους της δεύτερης γενεάς, δηλαδή στους εγγονούς. Από επιστημονική και πρακτική άποψη ο προγναθισμός δεν προέρχεται από εκφυλισμό και αν είναι ελαφριάς μορφής, ώστε να μην προκαλείται δυσμορφία του ρύγχους, αποτελεί μικρής σημασίας ελάττωμα. Όπως είπαμε υπάρχουν ζωοτεχνικά καθορισμένες και άριστα καλλιεργημένες φυλές (μπουλντώκ, μπόξερ) οι οποίες από την φύση τους είναι προγναθικές πράγμα που δηλώνει ότι δεν πρόκειται για φαινόμενο εκφυλισμού (αλλιώς θα είχαν εκλείψει).
Ο οπισθογναθισμός αντίθετα είναι σχεδόν πάντοτε εκ γενετής, αλλά πολύ σπάνιος, δεν παρουσιάζεται σε καμιά φυλή και αποτελεί πάντοτε μεγάλο ανατομικό ελάττωμα και ανάγεται στον εκφυλισμό (ελάττωμα αποκλεισμού). Προκαλεί διάφορες ενοχλήσεις, ανώμαλη συγκράτηση της γλώσσας, δυσχερή λήψη και τεμαχισμό της τροφής, δυσμενή επίδραση στο νευρικό και αδενικό σύστημα κλπ.  Ο οπισθόγναθος σκύλος είναι λυμφατικός απαθής και δειλός. Ο οπισθογναθισμός ως ελάττωμα εκφυλισμού και εφόσον κληρονομείται, λόγω των σοβαρών ανατομικό –φυσιολογικών ανωμαλιών, μπορεί να αφανίσει μια φυλή. Οι φυλές που συχνότερα εμφανίζουν αυτό το ελάττωμα είναι όσες έχουν μακρύ και ελαφρύ ρύγχος με συγκλίνουσες τις πλάγιες επιφάνειες (λαγωνικοί, τεκέλ, σκωτικοί ποιμενικοί).
Πηγούνι: Είναι η περιοχή (εξόγκωμα), κάτω και πίσω του κάτω χείλους, η ανατομική του βάση είναι το σώμα της κάτω γνάθου. Κυνογνωστικά δεν έχει κάποια ειδική σημασία.
Υπογνάθιο κοίλωμα: Το κοίλωμα που βρίσκεται κάτω από την κάτω γνάθο και περιβάλλεται από  τα δυο γναθιαία τόξα και πίσω από το πηγούνι. Ακολουθεί το σχήμα της κάτω σιαγόνας και στις μακρόγναθες φυλές είναι μακρύ και στενό ενώ στις βραχύγναθες κοντό και ευρύ.
Υποκόγχιος περιοχή: Περιλαμβάνει ένα ημικύκλιο κάτω από τις κογχικές περιοχές.  Η ανατομική αυτή βάση είναι το άνω τμήμα των γναθιαίων, μέρος των ζυγωματικών και των δακρυϊκών οστών. Η χώρα αυτή έχει σημασία από αισθητικής πλευράς, θεωρείται ωραία όταν παρουσιάζει ελαφρές προεξοχές (Οστεώδη οζίδια), τα οποία δηλώνουν λεπτότητα του δέρματος, των μυών, του άνω τμήματος της γναθιαίου και του ζυγωματικού οστού. Χαρακτηρίζει το λάξευμα της κεφαλής, ιδιότητα η οποία θα πρέπει να παρατηρείται στους κυνηγετικούς σκύλους, ιδιαίτερα μάλιστα στους δείκτες και αποτελεί σημείο καλλιέργειας και επιλογής της φυλής. Η έλλειψη αυτών των χαρακτηριστικών δηλώνει αφθονία δέρματος, υπερβολική ανάπτυξη των μυών και των οστών, ελάττωμα που εμφανίζει χοντρή και όχι λαξευμένη κεφαλή στις παραπάνω φυλές. Σε άλλες φυλές δεν πρέπει να υπάρχουν τα παραπάνω οστεώδη οζίδια.
  
11.Παρειά (Μάγουλα). Μεγάλη περιοχή που ορίζεται, μπροστά από τα χείλη, πάνω την ζυγωματική και υποκόγχιο περιοχή, κάτω την συναφή των χειλιών και το πίσω τμήμα των γναθιαίων τόξων, και πίσω την παρωτιδική περιοχή. Ανατομική του βάση είναι ο εξωτερικός μασητήριος μυς και ο ζυγωματικός. Σε όλες σχεδόν τις φυλές εξαιρουμένων των συλληπτόρων, η υπερβολική ανάπτυξη στα μάγουλα αποτελεί ελάττωμα. Στους δολιχοκέφαλους και μεσοκέφαλους σκύλους χρειάζονται όχι ανεπτυγμένα μάγουλα, αισθητικά καθιστούν την κεφαλή πιο ελαφριά. Στους βραχυκέφαλους, λόγω της εργασίας τους, απαιτείται προφανώς, μυϊκή δύναμη στα μάγουλα.
ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ
Η υλική αξία ενός σκύλου καθορίζεται κυρίως από τέσσερις παράγοντες:
Α) Από τη φυλή, Β) Από την ηλικία, Γ) Από την καλλιμορφία (σωματική διάπλαση), Δ) Από την εκγύμναση (ικανότητα εργασίας). 
Έχει λοιπόν μεγάλη σημασία η γνώση της ηλικίας του σκύλου. Ο οποιοσδήποτε διαθέτει λίγη παρατηρητικότητα μπορεί εύκολα να γνωρίσει  τα αναγκαία στοιχεία για τον καθορισμό της ηλικίας του σκύλου. Τα στοιχεία αυτά μπορούν να διαιρεθούν σε πρωτεύοντα και δευτερεύοντα. Τα πρωτεύοντα στοιχεία μπορούμε να τα πάρουμε από την πρακτική παρακολούθηση των δοντιών κατά  την έκφυση, την αντικατάσταση, την πτώση και την φθορά που  επιφέρει σε αυτά ο χρόνος και να εξάγουμε ένα αρκετά ασφαλές συμπέρασμα για τον καθορισμό των διαφόρων φάσεων και περιόδων που διέρχεται ο οργανισμός. Τα δευτερεύοντα στοιχεία είναι συμπληρωματικά των πρώτων και θεωρούνται γενικά, το χρώμα του τριχώματος, η ζωηρότητα του βλέμματος, οι ρυτίδες και γενικά η ελαστικότητα του δέρματος, η συσσώρευση του λίπους, οι κινήσεις, η αντοχή κλπ. Όπως είδαμε ήδη, το άνω μέρος της μύλης των δοντιών κοπτήρων (μασητική επιφάνεια) διαιρείται σε τρείς λοβούς, εκ των οποίων ο μεσαίος είναι μεγαλύτερος. Οι λοβοί αυτοί φθείρονται ξεκινώντας από τον μεγαλύτερο μεσαίο ο οποίος εξισώνεται με τους πλάγιους (πρώτη φάση). Όταν από τη φθορά εξαφανιστούν τελείως οι λοβοί και το δόντι έχει πλέον πάρει μια μορφή επίπεδη τότε λέμε ότι ο κοπτήρας έχει υποστεί ισοπέδωση. Η έκφυση των δοντιών γενικά και η ισοπέδωση των κοπτήρων ειδικά, είναι τα κυριότερα στοιχεία για τον καθορισμό της ηλικίας του σκύλου (μέχρι 5 ετών).
Για μεγαλύτερη ευχέρεια διαχωρίζουμε την οδοντική  χρονολογία του σκύλου σε τέσσερις περιόδους.
Α) περίοδος έκφυσης των νεογιλών ή γαλαξιών δοντιών (του γάλακτος)
Β) περίοδος φθοράς και ισοπέδωσης των νεογιλών κοπτήρων
Γ) περίοδος έκφυσης των μόνιμων δοντιών Δ)περίοδος ισοπέδωσης των μόνιμων κοπτήρων.    
ΚΟΡΜΟΣ
13.Ο ΛΑΙΜΟΣ
Ο Λαιμός ή τράχηλος είναι η πρόσθια του κορμού σωληνοειδής περιοχή, η οποία συνδέει το κορμό με το κεφάλι και προορίζεται να συγκρατεί το κεφάλι. Έχει ως κύρια βάση τους επτά αυχενικούς σπονδύλους. Ορίζεται μπροστά, από τον αυχένα πάνω, τις παρωτίδες πλάγια και την λαρυγγική περιοχή κάτω, πίσω από το ακρώμιο, πάνω, τις ωμοπλάτες πλαγίως και το στήθος κάτω.
Ο λαιμός μαζί με το κεφάλι έχουν εξέχουσα μηχανική λειτουργία, διότι με τιε συνεχείς κινήσεις μετατοπίζεται το κέντρο βάρους και καθίσταται ευχερέστερη η ισορροπία, η κίνηση και ο βηματισμός.  Αυτός ο κέφαλο-τραχηλικός ζυγός  (κεφάλι, λαιμός) , μπορεί να εκτοπίσει το βάρος του μπροστά ή πίσω ή πλαγίως του σώματος με τρόπο τέτοιο ώστε να διευκολύνει το σκύλο στον βηματισμό του, στον τροχασμό, τον καλπασμό και το άλμα.
Η μορφή του λαιμού, διαφέρει από φυλή σε φυλή , γενικά είναι σαν μια πυραμίδα με το κεφάλι προσκολλημένο στην κορυφή και τον κορμό στη βάση.  Στο λαιμό διακρίνεται η άνω άκρη ή κορυφή, (το σημείο προσκόλλησης με το κεφάλι), η κάτω άκρη ή βάση (το τμήμα της ένωσης με τον κορμό), η άνω ή αυχενική επιφάνεια, η κάτω ή τραχειακή επιφάνεια (κατά μήκος της οποίας διέρχεται η τραχεία και ο οισοφάγος) και δυο πλάγιες επιφάνειες, δεξιά και αριστερά. Η αρμονική σύνδεση του κορμού με το λαιμό δεν εξαρτάται τόσο από το σχήμα του λαιμού , όσο από την  θέση των Ωμοπλατών και του ακρωμίου.   Αν οι ωμοπλάτες είναι όρθιες, και το ακρώμιο χαμηλό, ο λαιμός δίνει την εντύπωση ότι είναι προσκολλημένος στο κορμό απότομα, σαν δοκός σε τοίχο, χωρίς αρμονία. Εάν πούμε ότι ο λαιμός εκφύεται σωστά από τον κορμό, πρέπει οι ωμοπλάτες να είναι επαρκώς κεκλιμένες, δηλαδή με κλίση προς τα πίσω. Η καλή σύνδεση του λαιμού με το κεφάλι φαίνεται από ένα ελαφρό κοίλωμα στην περιοχή των παρωτίδων.
Η πλάγια όψη του λαιμού είναι τοξοειδής ή εντελώς ευθεία. Είναι τοξοειδής όταν η άνω επιφάνεια του λαιμού είναι κυρτόγραμμη, στην οποία αντιστοιχεί μια κοιλόγραμμη κάτω επιφάνεια του λαιμού (λαιμός κύκνου). Ο τοξοειδής λαιμός είναι δείγμα κομψότητας και ισχύος, γιατί η κυρτότητα αυτή οφείλεται σε μυϊκή ανάπτυξη και εκδηλώνεται γενικά στη μέση του λαιμού. Με λαιμό τοξοειδή το κεφάλι φέρεται ψηλά. Ο λαιμός είναι σχεδόν ευθύγραμμος  όταν η κάτω και η άνω επιφάνεια είναι σχεδόν σε ευθεία γραμμή, από το θώρακα μέχρι το κεφάλι. Αυτή η μορφή ευνοεί οποιονδήποτε βηματισμό. Σε καμία φυλή η πάνω επιφάνεια δεν είναι εντελώς ευθύγραμμη ή κοιλόγραμμη.  Το μήκος του λαιμού μετριέται από την πίσω επιφάνεια της ινιακής απόφυσης μέχρι το πρόσθιο μέρος του ακρωμίου. Το μήκος του λαιμού βρίσκεται σε ορισμένη αναλογία προς το μήκος της κεφαλής ή το ύψος του σκύλου στο ακρώμιο. Για παράδειγμα στον Ελληνικό Ιχνηλάτη το μήκος του λαιμού αντιστοιχεί κατά 6,50/10 προς το μήκος της κεφαλής, στο πόιντερ είναι ίσον και αντιστοιχεί κατά 4/10 προς το ύψος στο ακρώμιο. Για να μετρηθεί ο λαιμός θα πρέπει να εκταθεί και το κεφάλι να έρθει σε οριζόντια θέση με ελαφρά κλίση προς τα κάτω.   
Μακρής λαιμός θεωρείται αυτός ο οποίος έχει μήκος από 4/10 και πάνω του ύψους στο ακρώμιο, δηλαδή ίσος ή μεγαλύτερος του μήκους της κεφαλής. Στο μακρύ λαιμό αντιστοιχούν κατά κανόνα ψηλά σκέλη (κύνες ωκύποδες). Τα επίσημα πρότυπα κάθε φυλής αναφέρουν ως επί το πλείστον το μήκος του λαιμού. Ο μακρύς λαιμός είναι συνάμα και ισχυρός, δηλαδή μυώδης, αποτελεί προτέρημα για όλες της ταχυκίνητες φυλές. Εάν είναι λεπτός, αποτελεί ελάττωμα, εφόσον ως μακρύς και λεπτός βραχίονας του αυχενικού μοχλού, δεν υποβοηθά επαρκώς την κίνηση  των χωρών που βρίσκονται στις περιοχές μπροστά στα σκέλη. Ο πολύ κοντός λαιμός, εκτός της ακαλαισθησίας, συνοδεύει σχεδόν πάντοτε, κάθετες ωμοπλάτες και υπερβολική λοξότητα του βραχίονα με αποτέλεσμα ο σκύλος να βρίσκεται εκτοπισμένος προς τα μπροστά. Η ανάπτυξη των μυών του λαιμού (από τους οποίους πολλοί ενεργούν και στο κεφάλι και στα πρόσθια σκέλη) προσδίδουν τον όγκο του, ο οποίος προσδιορίζεται από την μέτρηση της περιμέτρου λαμβανομένης στην μέση του μήκους του.
Το μήκος του λαιμού και η περίμετρος του είναι σχετικά ανάλογη με την φυλή του σκύλου, μακρύς και μυώδης στους καλπαστικούς σκύλους για μηχανικούς λόγους (π.χ. πόιντερ, Λαγωνικοί) κοντός , χοντρός και ρωμαλεότερος  στους βραδυκίνητους σκύλους, στους οποίους δεν απαιτείται ταχύτητα, αλλά δύναμη σιαγόνας και λαιμού (συλλήπτορες, μολοσσοί, Μπουλντώκ). Σε αυτούς τους σκύλους το κεφάλι και ο λαιμός αποτελούν ενιαία και ισχυρή μάζα, ώστε ο λαιμός δύσκολα να εξαρθρώνεται ή να σπάζει κατά την πάλη του σκύλου με τους αντιπάλους του. Μεγάλη σημασία έχει και η κατεύθυνση του λαιμού, ή οποία μπορεί να είναι. α)κάθετη, β) οριζόντια και γ) ενδιάμεση ή λοξή.
  
Στην κυνογνωσία λέγεται κάθετη η κατεύθυνση του λαιμού όταν αυτή πλησιάζει προς την κάθετη γραμμή έναντι της γραμμής του κορμού (λαιμός ορθός). Αυτή η κατεύθυνση προσδίδει στο σκύλο μεγάλη κομψότητα, εφόσον το κεφάλι φέρεται ψηλά. Από μηχανική άποψη, η κάθετη κατεύθυνση δεν ευνοεί την μεγάλη ταχύτητα, διότι το κέντρο βάρος εκτοπίζεται προς τα πίσω και γι αυτό βαρύνει το πίσω μέρος του σώματος που δίνει την ώθηση. Σε αυτή την περίπτωση όμως ευνοεί τα μέγιστα στο άλμα, και οι ταρσοί πρέπει να είναι πολύ ισχυροί (σκυλιά άλτες).
Οριζόντια λέγεται η κατεύθυνση όταν η άνω γραμμή του λαιμού βρίσκεται σχεδόν στην ίδια ευθεία με την ράχη. Το κεφάλι σε αυτή την περίπτωση έχει κάθετη θέση προς το έδαφος και ο σκύλος εκτοπίζει το βάρος του προς τα εμπρός, δηλαδή επιβαρύνεται το μπροστινό τμήμα του σώματος. Σε ακινησία κανείς σκύλος δεν έχει αυτή τη στάση παρά μόνο εν κινήσει και ειδικά στον καλπασμό.
Λέγεται ενδιάμεση ή λοξή η κατεύθυνση του λαιμού στην ενδιάμεση θέση με τις παραπάνω, δηλαδή όταν σχηματίζει με την ωμοπλάτη γωνία 45 μοίρες. Η κατεύθυνση αυτή είναι η πιο κατάλληλη διότι έτσι διευκολύνονται οι κινήσεις, έκτασης και κάμψης και κατά συνέπεια το κέντρο βάρους εκτοπίζεται γρηγορότερα.
Στο καλπαστικό σκύλο (Λαγωνικό, πόιντερ) ο λαιμός πρέπει να είναι μακρύς, τόσο ώστε κατά τον καλπασμό να φέρεται οριζοντίως ή σχεδόν και το κέντρο βάρους να εκτοπίζεται προς τα εμπρός και η ισορροπία να είναι περισσότερο ασταθής διότι η αστάθεια της ισορροπίας δίνει το μέτρο της ταχύτητας. Το μήκος του λαιμού δεν ευνοεί μόνο την ταχύτητα του βηματισμού με το να εκτοπίζεται το κέντρο βάρους και να ελαφρύνεται το οπίσθιο τμήμα με αποτέλεσμα την αύξηση της ώθησης και προώθησης του πρόσθιου τμήματος , αλλά αυξάνει και την έκταση των πρόσθιων σκελών, και αυτό διότι πολλοί μύες του λαιμού δρουν και στα πρόσθια σκέλη.
Στο σκύλο τροχαστή ή τριποδιστή (που τρέχει σχεδόν συνεχώς σε τρόκ) δεν χρειάζεται ο λαιμός να είναι πολύ μακρύς, εφόσον η μικρή ταχύτητα που αναπτύσσει δεν απαιτεί μεγάλη εκτόπιση προς τα μπρός του κέντρου βάρους. Οι βραδυκίνητοι σκύλοι πράγματι φέρουν το λαιμό κατά την κίνηση όχι οριζόντια αλλά ανωρθωμένο. Μικρότερος λαιμός και ορθότερος απαιτείται στους σκύλους άλτες, για τους παραπάνω λόγους.
14.ΛΩΓΑΝΙΟ (καταλαίμι). Το λωγάνιο δεν είναι περιοχή αλλά μια διπλή πτυχή του δέρματος στην κάτω επιφάνεια του λαιμού η οποία ξεκινά από τα γναθιαία τόξα και καταλήγει σταδιακά στη μέση του. Σε ορισμένες φυλές αποτελεί εθνικό χαρακτηριστικό και συσχετίζεται με την αφθονία του δέρματος της κεφαλής και του λαιμού (Μπλουντχάουντ, μπουλντώκ) στις περισσότερες φυλές αποτελεί ελάττωμα. Το υπερβολικό λωγάνιο δηλώνει χαλάρωση του δέρματος και του κυτταρικού ιστού και είναι ελάττωμα για όλες τις φυλές (εκφυλισμός). Στους καλπαστικούς ιδιαίτερα σκύλους (Ελλ. Ιχνηλάτης, πόιντερ) η παρουσία του αποτελεί ελάττωμα  διότι όχι μόνο βλάπτουν στην αισθητική αλλά αντιτίθεται στην λιποσαρκία και ευστάθεια του ταχυκίνητου σκύλου του οποίου το δέρμα πρέπει να είναι καλά συνδεδεμένο με το σώμα και ισχνό.
ΛΑΡΥΓΓΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ: Ορίζεται μπροστά από την υπογνάθιο αύλακα, πίσω από την κάτω επιφάνεια του λαιμού και πλάγια από τις παρωτιδικές περιοχές. Ανατομική βάση του είναι το κάτω τμήμα του λάρυγγα και οι πρώτοι δακτύλιοι της τραχείας.
ΠΑΡΩΤΙΔΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ:  Λέγεται και οπισθογνάθιος περιοχή, Ορίζεται πάνω από τα αυτιά και τους κροτάφους, κάτω από την λαρυγγική περιοχή, μπροστά από τα μάγουλα και πίσω, από το λαιμό. Έχει σαν ανατομική βάση την παρωτίδα, τον ογκώδη σιελογόνο αδένα και είναι διπλή δεξιά και αριστερά.
ΑΥΧΕΝΑΣ: Συγχέεται με την ινιακή περιοχή, Έχει σαν ανατομική βάση την ατλαντο-ινιακή άρθρωση. Οι παραπάνω περιοχές κυνογνωστικά δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία και θεωρούνται όχι καθαρά περιοχές του λαιμού αλλά του σημείου προσκόλλησης της κεφαλής με το λαιμό.
Ο ΘΩΡΑΚΑΣ

Ο κορμός του σκύλου έχει σχήμα σχεδόν κυλινδρικό, ελαφρώς πεπλατυσμένο στα πλάγια. Χωρίζεται εσωτερικά και εγκάρσια με το διάφραγμα, σε δύο κοιλότητες: Το θώρακα και την κοιλιά.
Ο θώρακας δεν είναι καθαρά μια εξωτερική περιοχή, αλλά μια κοιλότητα, η οποία περικλείει τα όργανα της κυκλοφορίας και της αναπνοής (καρδιά και πνεύμονες). Ορίζεται μπροστά από την βάση του λαιμού, πίσω από την κοιλιά και τους λαγόνες και έχει ως τοιχώματα και οστέινη ανατομική βάση από πάνω τους 13 θωρακικούς σπονδύλους, πλάγια τα ισάριθμα ζεύγη πλευρών και κάτω το στέρνο.
Ο θώρακας έχει μεγάλη σημασία στην ζωική οικονομία, εφόσον περικλείει καρδία και πνεύμονες, από την λειτουργία των οποίων εξαρτάται η απόδοση εργασίας του σκύλου. Αν τα σκέλη είναι οι τροχοί, οι κινητήρια δύναμη βρίσκεται στο θώρακα, επίσης εκεί βρίσκεται και το οξυγόνο, το οποίο καταναλώνεται κατά 4-4,5 λίτρα ανά λεπτό στους αθλητές. Η ίδια περίπου ποσότητα καταναλώνεται επίσης και στους σκύλους εργασίας (κυνηγετικούς, ποιμενικούς κλπ.) Ο καλπαστικός κυνηγετικός σκύλος, ο οποίος διασχίζει επί ώρες τους αγρούς, ο ελληνικός ποιμενικός σκύλος που ζει σε ψηλά και ανώμαλα όρη, πρέπει να έχουν αναπτυγμένο θώρακα, κατάλληλο για την εντατική εργασία για την οποία η φυλή έχει ετοιμαστεί από γενεών.  
Κατά την αναπνευστική λειτουργία, ο θώρακας τροποποιεί την διάμετρο του σε ύψος, πλάτος και μήκος με τρόπο ώστε η πνευμονική επιφάνεια να μεγαλώνει. Άρα όσο μεγαλύτερη είναι η χωρητικότητα του θώρακα τόσο μεγαλύτερες θα είναι οι αναπνευστικές κινήσεις και κατά συνέπεια θα λειτουργεί καλύτερα η καρδιά και καλύτερα θα οξυγονώνετε το αίμα.  Είναι ευνόητο ότι η χωρητικότητα του θώρακα εξαρτάται και από το ύψος, μήκος, πλάτος και την περίμετρο του.
Ύψος (κάθετη διάμετρος). Συσχετίζεται με το ύψος των πλευρών και μετριέται από την γραμμή της ράχης (πίσω από το ακρώμιο) μέχρι την κάτω επιφάνεια του στέρνου (πίσω από τον αγκώνα). Καλά ανεπτυγμένος θώρακας είναι αυτός που φτάνει μέχρι και τον αγκώνα ή τον υπερβαίνει ελαφρώς. Ο κατεβασμένος θώρακας μέχρι τον αγκώνα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τον σκύλο εργασίας.
Εφιστούμε την προσοχή στην οπτική διαπίστωση ότι ο θώρακας είναι η όχι επαρκώς κατεβασμένος μέχρι τον αγκώνα. Η διαπίστωση θα πρέπει να γίνεται με την μέτρηση του ύψους του μέχρι το στέρνο. Στο πόιντερ π.χ. το ύψος του θώρακα θα πρέπει να είναι το μισό του ύψους στο ακρώμιο δηλαδή 30 εκ. Η μέτρηση αυτή γίνεται από την ράχη μέχρι και το στέρνο δηλαδή από 2 ακίνητα σημεία. Ο αγκώνας είναι κινητός και η θέση του εξαρτάται από την στάση του σκύλου αλλά και από την κλίση της ωμοπλάτης. Αν ο θώρακας φαίνεται (οπτικά) να μην φτάνει στο ακρώμιο αλλά μετρώντας τον  έχει το ύψος που πρέπει σημαίνει ότι το ενδεχόμενο ελάττωμα πρέπει να αναζητηθεί στην ωμοπλάτη και τον βραχίονα. Αυτό αποτελεί ελάττωμα για την κίνηση και την ταχύτητα του σκύλου. Αν όμως ο θώρακας είναι μικρότερος ως προς το ύψος αυτό είναι σοβαρότατο ελάττωμα που επηρεάζει την λειτουργία της καρδιάς και της αναπνοής. Ο επαρκώς ανεπτυγμένος θώρακας είναι προτέρημα για όλες τις φυλές. Εάν ο σκύλος εργασίας (και όχι μόνο κυνηγετικός) ο οποίος είναι νέος, υγιής και διατρέφεται σωστά, παρουσιάσει πρόωρη κόπωση, είναι σωστό να μετρηθεί πρώτα ο Θώρακας του.
Μήκος (Επιμήκης διάμετρος). Συσχετίζεται με την κλίση των πλευρών, μετράτε από την άκρη του στέρνου μέχρι την τελευταία ψευδοπλευρά. Θώρακας μακρύς σημαίνει λοξότητα των πλευρών από εμπρός προς τα πίσω και μεγάλη απόσταση μεταξύ τους (ευρύτητα μεσοπλεύριων διαστημάτων). Αυτό αποτελεί προτέρημα, διότι εάν οι πλευρές ήταν κάθετες προς την σπονδυλική στήλη και κοντά μεταξύ τους ή αναπνοή θα ήταν εξαιρετικά περιορισμένη. Γι’ αυτό το μήκος του θώρακα πρέπει να αντιστοιχεί στο μισό του ύψους στο ακρώμιο. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι απόλυτο προτέρημα για όλους τους σκύλους και θα πρέπει να υπολογίζεται δεόντως λαμβάνοντας υπόψη και την χρησιμοποίηση της εκάστοτε φυλής. Το μήκος του θώρακα ονομάζεται και βάθος.
Πλάτος (εγκάρσια διάμετρος). Προσδιορίζεται από την κυρτότητα των πλευρών, αυξάνεται βαθμιαία από μπροστά προς τα πίσω. Μετριέται πίσω από τις ωμοπλάτες. Το πλάτος του θώρακα είναι ενδεικτικό ως προς τον όγκο της καρδιάς και των πνευμόνων. Συνεπώς το καλό πλάτος του θώρακα είναι ένδειξη ρωμαλεότητας του οργανισμού, εφόσον και το μήκος και το ύψος έχουν καλή ανάπτυξη. Η μεγάλη κυρτότητα των πλευρών (σχήματος βυτίου) δηλώνει ευρύτητα στο θώρακα ενώ η ανεπάρκεια, δηλαδή κυρτότητα δηλώνει εξαιρετική στενότητα του θώρακα (επίπεδες πλευρές). Ο από αυτό ονομαζόμενος (θώρακας βαρελοειδής) αποτέλεσμα κανονικής ανάπτυξης του πλάτους, είναι προτέρημα, αλλά θα έχει μικρή αξία αν οι άλλες διάμετροι είναι ανεπαρκείς. Αν  πχ. Η κυρτότητα των πλευρών συνεπάγεται την μείωση του βάθους του θώρακα (λόγω έλλειψης της κλίσης των πλευρών από τα μπροστά προς τα πίσω) ή την μείωση του ύψους του (λόγω ραχιτισμού), η βαρελοειδής αυτή μορφή αποτελεί μεγάλο ελάττωμα. Ως προς το πλάτος του θώρακα θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας το λεγόμενο (τροπιδοειδή θώρακα) ο οποίος εμφανίζεται με μείωση του πλάτους στο στέρνο και κάτω από την περιοχή της μασχάλης. Η μορφή αυτή είναι ελαττωματική όπως και το ανεπαρκές ύψος του θώρακα και προκαλεί την αποκόλληση των αγκώνων από την περιοχή του στέρνου.
Περίμετρος. Η περίμετρος του θώρακα μετριέται με μετρική ταινία πίσω από το ακρώμιο και τους αγκώνες. Μια δευτερεύουσα μέτρηση γίνεται στο τελευταίο πλευρικό τόξο. Η περίμετρος εκφράζει την ανάπτυξη του θώρακα σε πλάτος και ύψος. Στα σκυλιά εργασίας η περίμετρος πρέπει να υπερβαίνει τουλάχιστον κατά 25% το ύψος στο ακρώμιο. Σε ένα Ελληνικό ιχνηλάτη με ύψος 53 εκ. στο ακρώμιο ή περίμετρος του θώρακα πρέπει να είναι 67 εκ. όλα τα σκυλιά εργασίας πρέπει να έχουν θώρακα κατεβασμένο μέχρι τον αγκώνα. Δηλαδή ο Θώρακας πρέπει να είναι ανεπτυγμένος και στο ύψος, μήκος και πλάτος. Όλες αυτές οι διαστάσεις έχουν την ίδια σπουδαιότητα. Ο κοντός θώρακας είναι εξίσου ελαττωματικός με τον στενό και τον ανεπαρκώς κατεβασμένο. Η ανεπάρκεια του θώρακα σε μια διάσταση μπορεί να αντισταθμιστεί μέχρι ενός σημείου με την άριστη διάπλαση της άλλης. Δηλαδή ο λίγο ευρύς θώρακας πρέπει να είναι εξαιρετικά κατερχόμενος και έτσι η χωρητικότητα του να είναι κανονική. Αυτό παρατηρείται στου καλπαστικούς σκύλους  και αυτό γιατί το μεγάλο πλάτος θα ήταν μειονέκτημα στην ταχύτητα (αεροδυναμική).
Για να εκτιμηθεί δεόντως η δυνατότητα αντιστάθμισης, χρησιμοποιείται ο θωρακικός δείκτης. Ο Θωρακικός δείκτης είναι η σχέση μεταξύ του πλάτους πολλαπλασιαζόμενου επί 100 διαιρούμενο δια του ύψους στο θώρακα. (Θ.Δ)= Πλάτος Χ 100 : ύψος 
Παραδείγματα: 
Πόιντερ 60 εκ................. (Θ.Δ.) = 19 Χ 100 :30 = 63,30
Αγγλ. Σέτερ 59εκ..............(Θ.Δ) = 20 Χ 100 : 30 = 66,66
Κούρτσχααρ 61εκ. ...........(Θ.Δ.) = 19 Χ 100 : 28 = 67,85
Κόκκερ σπάνιελ 39εκ........(Θ.Δ.) = 16 Χ 100 : 21 = 76,19
Τεκέλ 25εκ......................(Θ.Δ.) = 12,50 Χ 100 : 16,50 = 75,75
Φόξ τερριέρ 39εκ.............(Θ.Δ.) = 14 Χ 100 : 20 = 70
‘Όταν ο θωρακικός δείκτης πλησιάζει την μέγιστη τιμή του 100, σημαίνει ότι το πλάτος (εγκάρσια διάμετρος) είναι σχεδόν ίσο προς το ύψος του θώρακα (κάθετη διάμετρος), δηλαδή θα έχουμε τον κλασικό Βαρελοειδή θώρακα, κατάλληλο για την ανάπτυξη ισχύος : Αγγλικός Μπουλντώκ (προωθημένος βραχύμορφος τύπος).
Όταν πλησιάζει στο 50 το ύψος του θώρακα υπερβαίνει κατά πολύ το πλάτος του, οπότε θα έχουμε τον κλασικό στενόμακρο θώρακα κατάλληλος για την ανάπτυξη της καθαρής ταχύτητας σε μικρή ακτίνα: Λαγωνικός (προωθημένος δολιχόμορφος τύπος). Όταν ο θωρακικός δείκτης κυμαίνεται μεταξύ των τιμών 60-90 θα έχουμε τους δυο μεσόμορφους τύπους, στους οποίους ο μεν πρώτος (από 60-70) καθορίζει τον καλπαστή σκύλο σε μεγάλη ακτίνα (πόιντερ, ελλ. Ιχνηλάτης) ενώ ο δεύτερος (80-90) καθορίζει τον τροχαστή (Μπράκ, γκριφφόν).
Συμπέρασμα: Ο θώρακας πρέπει να ανταποκρίνεται και στους τρείς προηγούμενους όρους οι οποίοι είναι απαραίτητοι στο σκύλο εργασίας και αντοχής (κυνηγετικούς, ποιμενικούς κλπ). Δεν είναι δυνατός σκύλος εργασίας να έχει αντοχή εάν ο θώρακας του δεν είναι μακρύς, βαθύς και καλά κατερχόμενος, δηλαδή εάν δεν έχει επαρκεί χωρητικότητα για να περικλείει τα ζωτικά όργανα (καρδιά, πνευμόνια) από τα οποία απαιτείται υπέρ-λειτουργία κατά την εργασία.
Περιοχές του Θώρακα

16.Στήθος: Η περιοχή αυτή ακολουθεί την κάτω βάση του λαιμού και ακολουθεί την πρόσθια επιφάνεια του κορμού. Ορίζεται, πάνω από την βάση του λαιμού, πλαγίως από τις πρόσθιες επιφάνειες των βραχιόνων και κάτω από το στέρνο, έχει ως ανατομική βάση το πρόσθιο άκρο του στέρνου και διάφορους μύες. Το στήθος θα πρέπει να είναι λίγο πολύ ευρύ και μυώδες. Η ευρύτητα της χώρας αυτής εξαρτάται από την λειτουργία της φυλής και συσχετίζεται με την ευρύτητα του θώρακα. Το μεγάλο πλάτος προϋποθέτει ανοικτοσκελία και αργή κίνηση της ωμοπλάτης, αλλά και μεγάλη δύναμη. Για παράδειγμα ο Αγγλ. Μπουλντώκ, ο οποίος έχει ένα χαρακτηριστικό ευρύτατο στήθος, είναι εξαιρετικά βραδυκίνητος αλλά με μέγιστη ισχύ. Σε αυτές τις φυλές που απαιτείται μέγιστη ισχύς και όχι ταχύτητα το πλάτος του στήθους είναι απόλυτο προτέρημα.
Αντίθετα στους δρόμωνες σκύλους (Λαγωνικούς) οι οποίοι αναπτύσσουν μέγιστη ταχύτητα σε μικρή απόσταση, το πλάτος του στήθους δεν πρέπει να υπερβαίνει κάποια όρια, εφόσον προκαλεί  ανοικτοσκελία και εμποδίζει την ταχύτητα. Όταν όμως το στήθος είναι υπερβολικά στενό αποτελεί εξαιρετικά μεγάλο ελάττωμα για όλες τις φυλές, επειδή (εκτός του ότι συνοδεύει επίπεδο θώρακα) είναι ένδειξη λεπτοφυίας των μυών και του στήθους και των βραχιόνων, δηλαδή ένδειξη λίγης δύναμης και μικρής αντοχής (στήθος οξυτενές, κοφτερό). Στους κυνηγετικούς σκύλους το πλάτος του στήθους εξαρτάται, για τους ίδιους λόγους, από την αναπτυσσόμενη ταχύτητα της φυλής. Αναλογικά ο σκύλος τροχαστής (μπράκ, γκριφόν) έχει μεγαλύτερο στήθος από τον καλπαστικό μεγάλης αχτίνας (πόιντερ, σέττερ).
Μασχάλες: Η περιοχή αυτή αποτελεί το σημείο ένωσης μεταξύ του θώρακα και του άνω τμήματος του αντιβραχίου. Ορίζεται μπροστά από το στήθος, εσωτερικά και πίσω από το στέρνο και εξωτερικά από τον αγκώνα. Το δέρμα πρέπει να είναι λεπτό, άφθονο και ευκίνητο.   
28.Στέρνο. Ανατομική βάση του είναι το ομώνυμο οστό το οποίο αποτελείται από οκτώ τμήματα (σπονδύλους) με τους οποίους είναι συνδεδεμένες οι πλευρές. Ο τελευταίος σπόνδυλος ονομάζεται ξιφοειδής απόφυση. Το στέρνο ορίζεται από πάνω, από την περιοχή των πλευρών και τις μασχάλες, μπροστά από το στήθος και πίσω από το επιγάστριο.  Στις ταχυκίνητες φυλές το στέρνο ανέρχεται μπροστά μάλλον ψηλά και σχηματίζει μια λίγο – πολύ έντονη καμπύλη, σε κάποιες φυλές διαχωρίζεται έντονα από το θώρακα (πόιντερ). Αυτή η καμπύλη και η ανάπτυξη του στήθους προσφέρει ένα εξαιρετικά κατερχόμενο θώρακα και πέρα του αγκώνα, το οποίο είναι μεγάλο προτέρημα και αντισταθμίζει το μικρό, πλάτος του θώρακα, το οποίο θεωρείται ως επιζήμιο στην ταχύτητα (μείωση αεροδυναμικής).
Ο τροχαστής σκύλος αντίθετα που δεν χρειάζεται υψηλές ταχύτητες, αποκτά την αναγκαία θωρακική χωρητικότητα περισσότερο από το πλάτος (κύρτωση πλευρών) παρά από το ύψος του θώρακα και γι’ αυτό παρουσιάζει στέρνο περισσότερο επίπεδο και όχι καμπύλο. Η ξιφοειδής απόφυση κατευθύνεται γενικά προς τα πίσω, σε κάποιες περιπτώσεις όμως στρέφεται ανώμαλα προς τα πάνω, δηλαδή απότομα στην κοιλιά. Αυτό οφείλεται σε ραχιτισμό και προκαλεί την σύντμηση των πλευρικών χόνδρων, ιδίως των ψευδοπλευρών και κατά συνέπεια μείωση της θωρακικής χωρητικότητας στο πίσω τμήμα και συστολή της κοιλιάς και αυτό διότι κάποιοι μύες της κοιλιάς προσκολλούνται πάνω στην ξιφοειδή απόφυση. Είναι ένα ελάττωμα ιδιαιτέρως σοβαρό για την αντοχή στους σκύλους με μη ανασυρμένη κοιλιά (επανιέλ, γκριφφόν, κάποια μπράκ, κλπ).
Ακρώμιο:   Βρίσκεται στο πάνω και πρόσθιο τμήμα του κορμού, ορίζεται μπροστά από την αυχενική επιφάνεια του λαιμού, πίσω από τη ράχη και πλάγια από τις κορυφές των ωμοπλατών. Ανατομική του βάση είναι οι πέντε ραχιαίοι σπόνδυλοι, πλην του πρώτου (κυρίως οι ακανθώδεις αποφύσεις, έπειτα οι εγκάρσιες αποφύσεις αυτών). Το ύψος του σκύλου μετριέται στο ακρώμιο, το οποίο χρησιμεύει και σαν βάση σύγκρισης για μετρήσεις και αναλογίες άλλων περιοχών. Η διάπλαση του ακρώμιου έχει μεγάλη σημασία, εφόσον είναι η περιοχή στην οποία συγκλίνουν σπουδαίοι μύες, προερχόμενοι από το λαιμό, τη ράχη, τις ωμοπλάτες και τα νώτα. Το ψηλό ακρώμιο (ανορθωμένο πάνω από τη ράχη) είναι προτέρημα για όλες τις φυλές εργασίας και εξαρτάται προ πάντων από το μήκος των ακανθωδών αποφύσεων. Σημαίνει ότι οι ακανθώδεις αυτές αποφύσεις είναι μακριές και όρθιες και όχι κεκλιμένες. Αυτές λειτουργούν ως βραχίονες μοχλού τόσο για την σταθερότητα και ανύψωση της ράχης, όσο και για την μεγαλύτερη κίνηση των εκτεινόμενων μυών της ωμοπλάτης. Με άλλα λόγια, το ψηλό ακρώμιο λειτουργεί καλύτερα σαν μοχλός έκτασης της ράχης πάνω στο οποίο δρουν οι μύες της κεφαλής και του λαιμού με τρόπο ώστε να ευνοείται τα μέγιστα η μετάβαση των ωστικών δυνάμεων που παράγονται από τα πίσω σκέλη.
  
Συνεπάγεται επίσης μεγαλύτερο μήκος των μυών της ωμοπλάτης το οποίο μήκος επιτρέπει την ευρύτερη κίνηση των πρόσθιων σκελών. Άρα σε ψηλό ακρώμιο αντιστοιχεί μεγάλο βήμα.   Εκτός των παραπάνω, το ψηλό ακρώμιο συνοδεύεται γενικά από κεκλιμένες ωμοπλάτες, άριστη διάπλαση για τη διευκόλυνση των κινήσεων δηλαδή του άλματος και του καλπασμού. Όταν το ακρώμιο είναι ψηλό είναι και μακρύ. Το μήκος του ακρώμιου οφείλεται προ πάντων στην προς τα πίσω κλίση των ακανθωδών αποφύσεων των σπονδύλων. Με αυτή τη κλίση συνδυάζετε κατά κανόνα η αντίθετη κλίση των οσφυϊκών αποφύσεων (από πίσω προς τα μπροστά). Γι αυτό το λόγω η σπονδυλική στήλη, στο μεταξύ του ακρώμιου και οσφύος τμήμα είναι εξαιρετικά στέρεο.  Τα σκυλιά με ψηλό ακρώμιο δύσκολα παρουσιάζουν κοίλωση  της ράχης (σέλα) κατά την εγκυμοσύνη.  
  Σε αντίθεση με την παραπάνω ιδεώδη διάπλαση του ακρώμιου , υπάρχει το λεγόμενο χαμηλό και βραχύ ακρώμιο. Στην περίπτωση αυτή η ράχη φαίνεται μακριά, τα νώτα ψηλά, οι εκτεινόμενοι μύες της ράχης είναι κοντοί και ο σκύλος έχει μικρή ικανότητα να μαζεύεται στα πίσω άκρα εφόσον το κέντρο βάρους έχει εκτοπιστεί  προς τα εμπρός και γι αυτό το άλμα ο τροχασμός και ο καλπασμός γίνονται με δυσκολία και γρήγορα έρχεται η κόπωση. Τα σκυλιά με τέτοια διάπλαση είναι γι αυτό ελαττωματικά.
Η ανάπτυξη του ακρώμιου φαίνεται σαφώς κατά τον 9 μήνα και συμπληρώνεται μετά τον 15-18 μήνα. Το ακρώμιο για όλες τις φυλές πρέπει να είναι λιπόσαρκο, δηλαδή χωρίς υπερβολικό υποδόριο ιστό και λίπος. Διευκρινίζεται ότι δεν θα πρέπει να γίνεται σύγχυση μεταξύ του ψηλού ακρώμιου και των ψηλών και ορθών ωμοπλατών ή των υψηλών ωμοπλατών σε σχέση με τα υπερβολικά χαμηλά νώτα. Και αντιστρόφως δεν πρέπει να κρίνουμε ένα ακρώμιο χαμηλό συγκρίνοντας το με το υπερβολικά υψηλά νώτα.  Το ακρώμιο βρίσκεται ψηλότερα από τη ραχιαία γραμμή και για τον τροχαστή σκύλο είναι στο ίδιο ύψος με το ψηλότερο σημείο των νώτων, ενώ στον καλπαστή σκύλο τα νώτα είναι χαμηλότερα του ακρώμιου. 
27.Πλευρά: Περιοχή που ορίζεται μπροστά από τις ωμοπλάτες, πίσω από τους λαγόνες, πάνω από το ακρώμιο και τη ράχη και κάτω από το στέρνο. Έχουν σαν ανατομική βάση τις πλευρές (πλην αυτών των καλυμμένων από τις ωμοπλάτες) και πολλούς μύες. Τα ζευγάρια των πλευρών είναι 13, από τα οποία τα 9 ενώνονται με το στέρνο (γνήσιες πλευρές) και τα 4 δεν συνδέονται με αυτό αλλά στηρίζονται μεταξύ τους (ψευδοπλευρές). Το τμήμα των ψευδοπλευρών ονομάζεται πλευρικό τόξο. Τα πλευρά μπορεί να είναι πολύ κυκλωτά, κυκλωτά, λίγο κυκλωτά ή σχεδόν επίπεδα. 
23.Ράχη: Η περιοχή αυτή περιλαμβάνεται μεταξύ του ακρώμιου μπροστά, και της οσφύος πίσω και πλαγίως από τα πλευρά. Έχει σαν ανατομική βάση του οκτώ αντίστοιχους σπονδύλους (οι οποίοι ακολουθούν τους πέντε σπονδύλους του ακρώμιου) όπως και τους μύες και τους συνδέσμους. Οι 13 αυτοί θωρακικοί σπόνδυλοι χαρακτηρίζονται από την ένωση τους με τα 13 ζεύγη των πλευρών, από της ανάπτυξης των ακανθωδών αποφύσεων, και από της κλίσης τους με τρόπο ώστε αλληλοκαλύπτονται και αποτελούν ισχυρό και ενιαίο τμήμα της σπονδυλικής στήλης. Η ράχη και το ακρώμιο έχουν μέγιστη σημασία στην ζωική μηχανική του σκύλου, είτε σαν μέσω μεταβίβασης της ώθησης των πίσω άκρων, είτε σαν μέσω στήριξης. Ως προς την πλάγια όψη, η ράχη μπορεί να είναι ευθεία, ή συνήθως, κυρτή και κοίλη. Αυτή η διάπλαση της ράχης είναι στενά συνδεδεμένη με τον ιδιαίτερο βηματισμό των φυλών.   
Δηλαδή στις ταχυκίνητες για μακρές αποστάσεις και ανθεκτικές φυλές (πόιντερ, σέττερ, ιχνηλάτες) η ράχη είναι ευθεία και με μια ελαφριά κλίση από τα μπροστά προς τα πίσω. Η ελαφριά αυτή κλίση αφενός επιτρέπει την μετατόπιση του κέντρου βάρους προς τα πίσω σκέλη  και ελαφρύνονται τα μπροστινά και αφετέρου να μεταβιβάζεται η παραγόμενη από τα πίσω σκέλη, ωστική δύναμη χωρίς να διασκορπίζεται στο μπροστινό τμήμα του σώματος. Επίσης ο αυχενικός σύνδεσμος έχει σαν λειτουργία την επέκταση, σκλήρυνση και ανύψωση της ραχιαίο – οσφυϊκής σπονδυλικής στήλης, όσο περισσότερο στον καλπασμό ο σκύλος εκτείνει προς τα μπρός τον κέφαλο – τραχηλικό ζυγό τόσο περισσότερο σκληραίνει και ανυψώνεται η ράχη. Από εκεί και η ανάγκη να διαπλάθεται ευθύγραμμα η ράχη σε αυτά τα σκυλιά.  Στους υπερταχυκίνητους, αλλά σε μικρή ακτίνα και μη ανθεκτικούς σκύλους (λαγωνικούς) η ράχη είναι ελαφρώς κυρτή. Στις φυλές που ο βηματισμός του κατά κύριο λόγο είναι ο τροχασμός  (Ιταλ. Μπράκ, Βαϊμαράνερ) και φέρουν ψηλά το κεφάλι η ράχη είναι ελαφρώς κοίλη. Σε αυτούς του σκύλους ο αυχενικός σύνδεσμος δεν εκτείνεται πολύ, ακριβώς επειδή η κεφαλή και ο λαιμός φέρονται ψηλά και δεν προβάλλονται προς τα εμπρός και οριζοντίως στην γραμμή της ράχης. Αυτή η χαλάρωση του αυχενικού συνδέσμου επιτρέπει υπό το βάρος του κορμού αυτή την ελαφρά κοίλωση της ράχης. 
Ως προς το μήκος της ράχης πρέπει να έχουμε επίσης υπόψη την εργασία του σκύλου αναλόγως της φυλής. Η κοντή ράχη, σαν πιο στερεά, είναι προτέρημα για του σκύλους, οι οποίοι αναπτύσσουν δύναμη και όχι ταχύτητα, όπως π.χ Μπουλντώκ. Για τα σκυλιά που αναπτύσσουν ταχύτητα απαιτείται ράχη μακριά, διότι:

  1. Αυξάνει την απόσταση μεταξύ των πρόσθιων και οπίσθιων σκελών και καθιστά την σπονδυλική στήλη περισσότερο εύκαμπτη.
  2. Αντιστοιχεί με το μακρύ θώρακα (σε κάθε θωρακικό σπόνδυλο μια πλευρά)
  3. Η ευκαμψία της έχει σχέση με την διάπλαση των οπίσθιων σκελών.

Οι ίδιοι λόγοι ισχύουν και για το πλάτος της ράχης. Μεταξύ δυο σκύλων με το ίδιο ύψος και μήκος μεταξύ των οποίων ο ένας αναπτύσσει δύναμη και ο άλλος ταχύτητα, η ράχη του δεύτερου πρέπει να είναι περισσότερο μακριά και λιγότερη πλατιά και μυώδης από τον πρώτο. Είναι ευνόητο ότι η πολύ μακριά ράχη και η υπερβολικά κοντή, αποτελεί σοβαρότατο ελάττωμα.
Τα σοβαρότατα και συνηθέστερα ελαττώματα που παρουσιάζονται σε βάρος της ράχης του σκύλου είναι η κύφωση και η λόρδωση.  
Η κύφωση (καμπούρα, ράχη ημίονου, κυπρίνου) είναι η υπερβολική προς τα πάνω κύρτωση της ράχης η οποία γενικά οφείλεται σε ραχιτισμό. Το ελάττωμα αυτό βλάπτει την ευκαμψία της ράχης και προκαλεί βραχύ, σκληρό και πηδητικό καλπασμό (σαν του ημιόνου). Η κύφωση είναι εξαιρετικά σπάνια σε σκυλιά με φυσιολογική ελαφριά κοίλη ράχη (μπράκ) λιγότερο σπάνια σε λαγωνικούς, πόιντερ και συνηθισμένη στους Γερμανικούς βραχυσκελείς (τέκελ), μπόξερ.
Η λόρδωση (σέλλα) αντίθετα είναι η έντονη κοίλωση της ράχης, η οποία μπορεί να εκτείνεται από τους τελευταίους σπονδύλους του ακρώμιου μέχρι το ιερό οστό. Αυτό το ελάττωμα προκαλεί λίγη αντοχή, λίγη ταχύτητα και γρήγορη υπερκόπωση και είναι σοβαρότερο από το πρώτο. Αν πράγματι λάβουμε υπόψη την εκτινασσόμενη δύναμη από την κνημιαίο-μεταταρσική γωνία, αυτή διερχόμενη από τα νώτα θα συναντήσει σοβαρό εμπόδιο οφειλόμενο στην υπερβολική κύρτωση και περισσότερο στην κοίλωση της ράχης και αναπόφευκτα θα διχαστεί κατά το παραλληλόγραμμο των δυνάμεων. Συνεπάγεται λοιπόν ότι η ώθηση χάνεται και μειώνεται η λειτουργία.
Η σκολίωση είναι η προς τα πλάγια κύρτωση της ράχης, αλλά σπανίζει στα σκυλιά.
Περιοχές της κοιλιάς

Η περιοχή της κοιλιάς είναι το τμήμα του κορμού που βρίσκεται μεταξύ του θώρακα και της λεκάνης. Είναι και αυτή μια κοιλότητα. Η οποία περιέχει τα σπλάχνα και σπουδαίους αδένες (στομάχι, έντερο, συκώτι, σπλήνα, πάγκρεας, νεφρά, ουροδόχο κύστη, μήτρα, ωοθήκες κλπ) και χωρίζεται από θωρακική κοιλότητα από το διάφραγμα.  Υποδιαιρείται σε διάφορες περιοχές:
30.Κοιλιά. Είναι η κάτω επιφάνεια του κοιλιακού τμήματος του κορμού και ορίζεται μπροστά από το οπίσθιο τμήμα του στέρνου, πίσω από την βουβωνική περιοχή και πλάγια από τους λαγόνες. Περιοχή στρογγυλοειδής, έχει σαν βάση το δέρμα, τους υποδόριους μύες του θώρακα και της κοιλιάς, τον κοιλιακό χιτώνα, του λοξούς μύες, το μεγάλο ορθό και εγκάρσιο μυν και το περιτόναιο.
Πάνω στην κεντρική γραμμή της κοιλιάς βρίσκεται μια ινώδης λουρίδα (λευκή γραμμή) η οποία ξεκινά από την κάτω επιφάνεια της ξιφοειδούς απόφυσης και καταλήγει στην προηβική περιοχή. Πάνω στην γραμμή αυτή βρίσκεται ο ομφαλός (ομφαλική ουλή). Η κοιλιά στερείται σχεδόν τριχών, οι οποίες μειώνονται σταδιακά από μπροστά προς τα πίσω. Επειδή αυτή είναι αρκετά εκτενής, υποδιαιρείται σε τρείς μικρότερες περιοχές.
Α) Επιγαστρική ή ξιφοειδής περιοχή. Βρίσκεται αμέσως μετά το στέρνο και κάτω από τις ψευδοπλευρές και έχει δύο ζεύγη μαστών. 
Β) Μεσογαστρική ή ομφαλική περιοχή. Βρίσκεται πίσω από την προηγούμενη περιοχή, μεταξύ των μηροκοιλιακών πτυχών και περιλαμβάνει τον ομφαλό, ένα ζεύγος μαστών και μέρος της πόσθης στα αρσενικά. 
Γ) Υπογαστρική ή προηβική περιοχή. Ορίζεται μπροστά από την προηγούμενη περιοχή, πλάγια από την βουβωνική περιοχή, και πίσω από το όσχεο στον αρσενικό ή το αιδοίο στο θηλυκό. Περιλαμβάνει δύο ζεύγη μαστών.
Από τις τρείς αυτές περιοχές η σπουδαιότερη είναι η μεσογαστρική ή ομφαλική περιοχή, που δημιουργήθηκε μετά την απόσπαση του ομφάλιου λώρου μετά την γέννηση. Πολλές φορές παρατηρείται σε αυτή την περιοχή η ομφαλοκήλη, η οποία αναλόγως του μεγέθους αποτελεί μικρό ή μεγάλο ελάττωμα, ειδικά στο θηλυκό (κίνδυνος μεγέθυνσης κατά την εγκυμοσύνη).
Ως προς την πλάγια όψη (προφίλ) της κοιλιάς, διακρίνουμε κοιλία προτεταμένη, κοιλιά ανασυρμένη και κοιλιά λίγο ανασυρμένη.
  Προτεταμένη κοιλιά λέγεται όταν η κάτω επιφάνεια της  βρίσκεται σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με την γραμμή του στέρνου, δηλαδή ή κάτω γραμμή του κορμού να είναι σχεδόν ευθεία. Ανασυρμένη λέγεται όταν η κάτω γραμμή της κοιλιάς ανέρχεται προς τα πάνω, δηλαδή βρίσκεται πάνω από τη γραμμή του στέρνου και στην ίδια ευθεία με τους βουβώνες.
Κατά ένα γενικό νόμο κατασκευής στον οποίο υπόκεινται όλα τα τετράποδα, η πλάγια όψη της κοιλιάς είναι συνδεδεμένη με την πλάγια όψη της ράχης, δηλαδή η κυρτή ράχη συσχετίζεται με την ανασυρμένη κοιλιά, ή κοίλη ράχη με την προτεταμένη και η ευθεία ράχη με την λίγο ανασυρμένη κοιλιά.    
Στους ταχυκίνητους σε μικρές αποστάσεις σκύλους (λαγωνικούς) η κοιλιά είναι εξαιρετικά ανασυρμένη (λεβριοειδής) διότι εξαιτίας της εντατικής λειτουργικής γυμναστικής έχει χάσει τον όγκο της και οι μύες είναι περισσότερο τεταμένοι και ισχυροί. Η συγκεκριμένη διάπλαση είναι προτέρημα σε αυτούς τους σκύλους διότι είναι κατάλληλη για την μεγάλη ταχύτητα. Στους βραδυκίνητους σκύλους (μπράκ, γκριφφόν κλπ) η κοιλιά είναι προτεταμένη διότι ως τροχαστές δεν υποβάλλονται σε μυϊκή ένταση όπως οι καλπαστές. Στους σκύλους αυτούς αλλά και σε όλες τις φυλές η κάτω γραμμή της κοιλιάς δεν πρέπει να κατεβαίνει κάτω από το ύψος τη γραμμής του στέρνου, διότι είναι ένδειξη μυϊκής χαλάρωσης και αποτελεί ελάττωμα (κοιλία εξαιρετικά προτεταμένη).  Στους ταχυκίνητους σε μεγάλες αποστάσεις σκύλους (πόιντερ, σέττερ, ιχνηλάτες) ή κοιλιά είναι λίγο ανασυρμένη λόγω της μικρότερης ταχύτητας και μυϊκής έντασης. Στους σκύλους αυτούς η ανασυρμένη κοιλιά και η προτεταμένη είναι ελάττωμα.
Μαστοί. Οι γαλακτοποιοί αδένες σχήματος ημισφαιρικού. Συνήθως είναι δέκα διατεταγμένοι σε δυο πλάγιες και παράλληλες σειρές από την περιοχή του στέρνου μέχρι και της υπογαστρικής περιοχής. Ο διαχωρισμός τους γίνεται από μια ενδιάμεση αύλακα. Ανάλογα με την θέση τους, οι μαστοί, ονομάζονται θωρακικοί, κοιλιακοί και βουβωνικοί.  Ο αριθμός τους πολλές φορές είναι μικρότερος (9,8,7). Αυτή η ανωμαλία παρουσιάζεται συνήθως στις μικρόσωμες φυλές (που είναι ολιγότοκοι). Στα αρσενικά υπάρχουν μαστοί στον ίδιο αριθμό αλλά υποτυπώδεις. Κάθε μαστός στο κέντρο του έχει μια προεξοχή, άτριχη με ρυτίδες που ονομάζεται θηλή (ρώγα). Αυτή στην ελεύθερη επιφάνεια της έχει 5-8 τρύπες για την εκροή του γάλακτος. Οι θηλές στους σκύλους που δεν έχουν γαλουχήσει είναι κοντότερες και επίπεδες. Στους μαστούς παρατηρούνται όγκοι οι οποίοι αποτελούν ελάττωμα λιγότερο η περισσότερο σοβαρό ανάλογα με τον αριθμό και το μέγεθος τους. Επίσης οι πολλοί χαλαρωμένοι μαστοί με μακριές θηλές αποτελούν ελάττωμα για όλες τις φυλές.
Όσχεο και πόσθη. Ο σάκος που περιέχει τους δύο όρχεις και κρέμεται στην βουβωνική περιοχή ονομάζεται όσχεο, ενώ το δέρμα που περιβάλει εξωτερικά το πέος ονομάζεται πόσθη. Το τρίχωμα της πόσθης γενικά είναι αρκετό ενώ στο όσχεο αραιό.  Στη μέση του όσχεο υπάρχει μια γραμμή  (μεσοσχεϊκή γραμμή), η οποία αποτελεί συνέχεια της περινεακής γραμμής. Το όσχεο πρέπει να είναι καλά συνδεδεμένο με την βουβωνική περιοχή. Αυτό είναι ένδειξη υγείας, σφρίγους και ισχύος. Το πολύ χαλαρό και μεταξύ των μηρών κρεμασμένο όσχεο εκτός του ότι είναι αντιαισθητικό στα σκυλιά εργασίας είναι ενοχλητικό κατά την κίνηση τραυματίζεται εύκολα και προκαλούνται εύκολα μολύνσεις. Άλλα ελαττώματα του όσχεου είναι η οσχεοκήλη, αιματοκήλη, και υδροκήλη, αλλά σπανίζουν στα σκυλιά.
Τα πιο συνηθισμένα ελαττώματα είναι η μονορχιδία και η κρυψορχιδία. Στο σκυλάκι ηλικίας από 2-6 μηνών οι όρχεις κατέρχονται μέσω του βουβωνικού σωλήνα, στο όσχεο. Λόγω ορμονικής δυσλειτουργίας ή στένωσης του βουβωνικού σωλήνα ή άλλων ανωμαλιών και οι δύο όρχεις δεν μπορούν να κατέβουν μέσα στο όσχεο και παραμένουν μέσα στην κοιλιακή περιοχή ή μέσα στον βουβωνικό σωλήνα με αποτέλεσμα την ατροφία τους. Η ύπαρξη ενός μόνο όρχη μέσα στο όσχεο ονομάζεται μονορχιδία ενώ η απουσία και των δύο κρυψορχιδία. Η ανορχία (ή ανορχιδία) είναι η έλλειψη εκ γενετής και των δύο όρχεως από τον οργανισμό. Ο ευνουχισμός είναι η αφαίρεση των γεννητικών αδένων.
Μεταξύ κρυψορχιδίας ή ανορχίας και ευνουχισμού υπάρχει μεγάλη διαφορά, εφόσον στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για έμφυτο και μεταβιβάσιμο ελάττωμα, ενώ στη δεύτερη για μια κατάσταση οφειλόμενη σε χειρουργική επέμβαση ή ατύχημα (ελάττωμα επίκτητο). Η διάκριση του ευνουχισμού γίνεται κυρίως από τις υπάρχουσες ουλές πάνω στο όσχεο.  Η κρυψορχιδία είναι σοβαρότατο ελάττωμα και συνεπάγεται τον αποκλεισμό για όλες ανεξαιρέτως τις φυλές. Λόγω της επερχόμενης ατροφίας των γεννητικών αδένων, ο σκύλος με κρυψορχία είναι ανίκανος για αναπαραγωγή.  O μονόρχις είναι μεν ικανός για την αναπαραγωγή αλλά μεταβιβάζει εύκολα αυτό το ελάττωμα στους απογόνους του, ιδίως εάν η σκύλα με την οποία ζευγάρωσε είναι κόρη σκύλου με μονορχιδία. Γι’ αυτό το λόγο και η μονορχιδία συνεπάγεται τον αποκλεισμό του σκύλου σε οποιαδήποτε φυλή στις εκθέσεις. Η μονορχιδία και η κρυψορχιδία παρατηρούνται συχνότερα στις μικρόσωμες φυλές και όχι σπάνια προκαλούν δύστροπο χαρακτήρα στο άτομο. Η ανορχία είναι πολύ σπάνια.
Βουβωνική περιοχή. Σχηματίζεται από την βουβωνική πτυχή, η οποία ενώνει το υπογάστριο με την εσωτερική επιφάνεια του μηρού, είναι δε αντίστοιχη προς τις μασχάλες της θωρακικής περιοχής. Οι άξονες των βουβώνων είναι συγκλίνοντες, συναντούνται πίσω από το όσχεο στον αρσενικό και πίσω από το αιδοίο στο θηλυκό. Η ανατομική της βάση είναι κυρίως ο βουβωνικός σωλήνας ή πόρος. Από κυνογνωστικής άποψης η περιοχή δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.
29α.Μηρό-κοιλιακή πτυχή. Είναι η πτυχή του δέρματος, η οποία ξεκινάει από την μπροστινή επιφάνεια του μηρού και στα πλάγια της μεσογαστρικής περιοχής, στο ύψος του ομφαλού.
29.Λαγόνες (λαγαρά). Η περιοχή αυτή περιλαμβάνεται μεταξύ της τελευταίας ψευδοπλευράς και του ισχίου. Ορίζεται μπροστά από το πλευρικό τόξο, πάνω από την οσφύ, πίσω από την πρόσθια επιφάνεια του μηρού και κάτω από την μηρο-κοιλιακή πτυχή. Έχει σαν ανατομική βάση τους υποδόριους μύες και τον μικρό λοξό μύα της κοιλιάς. Σε αυτή την περιοχή υπάρχει το λαγόνιο κοίλωμα το κοινώς λεγόμενο (βαθούλωμα, λαγγόνι, ή γούβα της πείνας το οποίο είναι μεγαλύτερο η μικρότερο ανάλογα με την ηλικία και τους όρους θρέψης του σκύλου. Ο κοντός λαγόνας είναι πλεονέκτημα για όλους τους σκύλους, ιδιαίτερα για τους ταχυκίνητους επειδή αντιστοιχεί σε κοντή οσφύ. Στις φυλές που αναπτύσσουν μέγιστη ταχύτητα ο λαγόνας πρέπει να είναι αναλόγως κοντότερος των άλλων που αναπτύσσουν δύναμη και αντοχή.
24.Η οσφύς (μέση, νεφρά). Είναι η γέφυρα ή οποία ενώνει το πρόσθιο και οπίσθιο τμήμα του κορμού και έχει μεγάλη σημασία για την σταθερότητα του κορμού και την μεταβίβαση της ώθησης των πίσω σκελών. Ορίζεται μπροστά από τη ράχη, πίσω από τα νώτα και πλάγια από τα ισχία και τους λαγόνες. Σαν ανατομική βάση έχει τους 7 οσφυϊκούς σπονδύλους και διάφορους μύες. Η οσφύς δεν στηρίζεται σε κανένα σημείο και παρουσιάζεται σαν ενδιάμεσο και μετέωρο τμήμα της ράχης και των νώτων. Η φυσιολογική κύρτωση της σπονδυλικής στήλης προσλαμβάνει την μέγιστη ένταση σε αυτή την περιοχή και αυτό δεν επιτρέπει στο βάρος των κοιλιακών εντοσθίων να την καταστήσουν κοίλη. Συνεπάγεται από αυτό ότι η βραχύτητα της και η κυρτότητα της αποτελούν προτέρημα διότι προσδίδουν ισχύ και αντοχή. Η μηχανική της ενέργεια πρέπει να συνδέεται στενά με την ενέργεια της ράχης, είτε για την σταθερότητα του κορμού, είτε για την στήριξη των σπλάχνων, είτε για την μεταβίβαση της ωστικής δύναμης. Για να υφίσταται αυτός ο όρος, πρέπει η οσφύς να είναι εξαιρετικά στερεά και σχετικά εύκαμπτη. Οι ιδιότητες αυτές εξαρτώνται από το μήκος, το πλάτος, την κατεύθυνση και την προσκόλυση της οσφύος.
Η οσφύς πρέπει να είναι γενικώς κοντή, διότι, με βάση τους φυσικούς νόμους, μια κοντή γέφυρα είναι πιο στέρεα από την μακριά. Στην κυνοτεχνία όμως οφείλουμε να έχουμε υπόψη την εργασία στην οποία υποβάλλονται τα σκυλιά και συγκεκριμένα: στα σκυλιά μαζικής ισχύος, (π.χ. στους φύλακες, παλαιστές (μολοσσούς) η πολύ κοντή οσφύς είναι απόλυτο προσόν. Στους καλπαστές σκύλους απαιτείται μια λιγότερο κοντή οσφύς και εφόσον αυτή έχει εγκάρσιες αποφύσεις μακριές και κεκλιμένες για την σταθεροποίηση. Αυτή η διάπλαση επιτρέπει μεγάλο μήκος των οσφυϊκών μυών και μεγάλη ευκαμψία της περιοχής για την ανάπτυξη ταχύτητας. Εάν αντίθετα η οσφύς είναι μακριά, θα ακολουθεί ένα οπίσθιο τμήμα ασυνάρτητο, κλονιζόμενο και θα είναι εις βάρος της ώθησης του στο πρόσθιο τμήμα (σκύλος ξεκάρφωτος, ξεχαρβαλωμένος).
  
Επισημαίνουμε ότι σε ένα κορμό κανονικού μήκους η οσφύς μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται μακριά, επειδή ο θώρακας είναι κοντός λόγω ανεπαρκούς ανάπτυξης των πλευρών ή μικρής έκτασης των μεσοπλεύριων διαστημάτων. Οφείλουμε σε αυτή την περίπτωση να εκτιμούμε συγχρόνως τις σχέσεις και των δύο περιοχών. Το μήκος της οσφύος μετριέται από την σπονδυλική στήλη και το σημείο της τελευταίας ψευδοπλευράς μέχρι και την γωνία του ισχίου. Η κατεύθυνση της πρέπει να είναι ελαφρώς κυρτή και για τους ταχυκίνητους σκύλους με κλίση από μπροστά προς τα πίσω εφόσον κατά τον καλπασμό εκτελεί κινήσεις κάμψης και έκτασης. Ο καλπασμός του σκύλου αποτελείται από σειρά αλμάτων και στο άλμα η τοξοειδής οσφύς μπορεί να μεταβάλει την γραμμή της δηλαδή να εκτελεί με μεγαλύτερη λειτουργία κάμψεις και εκτάσεις.  Μια οριζόντια οσφύς δεν μπορεί να εκτελέσει με ευχέρεια αυτές τις κινήσεις και έτσι ο καλπασμός και ο τροχασμός θα είναι άκαμπτοι και σκληροί. Γι’ αυτό οι ταχυκίνητοι σκύλοι και ιδίως οι δρόμωνες έχουν κυρτή οσφύ.
Απόλυτο προτέρημα για όλες τις φυλές είναι η φαρδιά οσφύς. Η διάπλαση αυτή αποδεικνύει ότι οι εγκάρσιες αποφύσεις των οσφυϊκών σπονδύλων είναι μακριές και λοξές και συνεπώς οι επ’ αυτών προσκολλημένοι μύες είναι εξαιρετικά ανεπτυγμένοι το οποίο δηλώνει στερεότητα, αντοχή και ευρωστία.
Εάν λόγω κακής διατροφής ή χειρότερα λόγω κακής διάπλασης ή οσφύς είναι αδύνατη, χαμηλή και πολύ λεπτή ή κοίλη πρόκειται για σοβαρότατο ελάττωμα. Ισχύουν οι ίδιοι λόγοι για την κοίλη ράχη σχετικά με την μεταβίβαση της ώθησης στον κορμό. Τελικά οι σκύλοι με αυτό το ελάττωμα καταναλώνουν πολύ ενέργεια και κουράζονται σύντομα, γι’ αυτό αποκλείονται από την εργασία και την αναπαραγωγή ως ακατάλληλοι.
Η οσφύς τελικά λέγεται καλώς προσκολλημένη όταν εξέρχεται καλά από την ράχη και ενώνεται αρμονικά με τα νώτα χωρίς παρέκκλιση στο ύψος, βάθος ή πλαγίως. Η συνολική γραμμή ράχης – οσφύος – νώτων, για ευνόητους λόγους πρέπει να είναι ελαφρώς επικλινής από τα εμπρός προς τα πίσω χωρίς διακυμάνσεις. Στην εξέταση του σκύλου πρέπει να εξακριβώνεται ή ευαισθησία της οσφύος. Εάν στην πίεση με το χέρι ο σκύλος αντιδρά βίαια ή εκδηλώνει ευαισθησία σημαίνει ότι πρόκειται για πάθηση των σπονδύλων ή μυών (οσφυαλγία κ.α.) που ανάλογα με την σοβαρότητα καθιστά το σκύλο ακατάλληλο για την εργασία.
Από τα παραπάνω συνεπάγεται ότι η οσφυϊκή περιοχή  έχει μεγάλη σημασία για την εργασία του σκύλου. Μια άριστη οσφύς θα μπορούσε να αντισταθμίσει κάποια ελαττώματα του κορμού αλλά μια ελαττωματική οσφύς δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με κανένα άλλο προτέρημα.
ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ

Η λεκάνη ή πύελος είναι μια χωνοειδής κοιλότητα που αποτελείται από 3 οστά τελείως συνδεδεμένα μεταξύ τους, το λογάνιο, το ισχιακό και το ηβικό. Μαζί με το ιερό οστό σχηματίζει την οστεϊκή βάση των  λεγόμενων περιοχών  της λεκάνης, τα οποία αποτελούν το οπίσθιο τμήμα του κορμού του σκύλου.  Αυτές οι περιοχές είναι το ισχίο, τα νώτα,, το πέος, το αιδοίο και η ουρά.
25.Ισχίο (Ισχιακή περιοχή, γοφός). Η περιοχή αυτή βρίσκεται στο πρόσθιο και εξωτερικό τμήμα των νώτων, με τα οποία συγχέεται όπως και οι γύρω περιοχές. Έχει σαν ανατομική βάση την εξωτερική γωνιά του λαγόνιου οστού και ορίζεται μπροστά από την οσφύ, κάτω από τους λαγόνες και τους μηρούς πίσω από τα νώτα. Η μορφή και η κατεύθυνση του ισχίου ποικίλει ανάλογα με την μορφή και κατεύθυνση των νώτων.  Έτσι, σε νώτα οριζόντια αντιστοιχεί ισχίο λίγο εξέχων και αντίστροφα  σε νώτα επικλινή αντιστοιχεί ισχίο ψηλό. Το ισχίο χρησιμεύει στην κυνομετρία σαν σημείο μέτρησης του οπίσθιου ύψους του σκύλου (ύψος στο ισχίο), το οποίο είναι κατώτερο του ύψους στο ακρώμιο. Ισχιορρωγικός σκύλος (ξεγοφιασμένος) ονομάζεται ο ελατωματικός στη άρθρωση των ισχίων. Το ελάττωμα αυτό συνεπάγεται τον αποκλεισμό.
26.Νώτα (καπούλια).  Περιοχή που βρίσκεται μεταξύ της οσφύος, ισχίων και ουράς. Ορίζεται μπροστά από την οσφύ, πίσω από την κοκκυγική περιοχή (βάση ουράς) και πλάγια από τη νοητή γραμμή, η οποία αρχίζει από την άκρη της ισχιακής περιοχής και καταλήγει στο ακρογλούτιο. Η οστεϊκή ανατομική βάση σχηματίζεται από το ιερό οστό (που αποτελείται από τρείς ενωμένους σπονδύλους) και των προαναφερθέντων οστών της λεκάνης. Πάνω σε αυτή την ισχυρή δομή προσκολλούνται εξαιρετικά ισχυροί μύες (γλουτιαίοι, ψαϊτης κλπ) οι οποίοι μεταβιβάζουν την προώθηση του οπίσθιου δίποδου προς το πρόσθιο τμήμα του σώματος. Η συγκόλληση  των τριών ιερών σπονδύλων είναι απαραίτητη για την στερεότητα του ιερού οστού, εφόσον αυτό αποτελεί το σημείο ένωσης του πίσω τμήματος με την σπονδυλική στήλη. Η μεγάλη σημασία αυτής της περιοχής έγκειται στην ισχυρή οστεϊκή βάση και κυρίως στους ισχυρούς μύες, οι οποίοι την συνδέουν με την οσφύ και τη ράχη και τα πίσω σκέλη οι οποίοι, όπως είπαμε, μεταβιβάζουν την κίνηση στο πρόσθιο τμήμα και γι’ αυτό η περιοχή των νώτων θεωρείται ως «κέντρο μεταβίβασης». Από μηχανικής άποψης τα νώτα έχουν την ίδια σχεδόν σημασία με τον ταρσό: η εκτινασσόμενη από το οπίσθιο δίποδο (δηλαδή του ταρσού) δύναμη, μεταβιβάζεται μέσω των νώτων στο πρόσθιο τμήμα.  Στην εξέταση των νώτων λαμβάνουμε υπόψη το μήκος, το πλάτος και το σχήμα:
Το μήκος των νώτων μετριέται από την άκρη του λαγόνιου (γοφών) μέχρι την άκρη του ισχιακού οστού (ακρογλούτιο). Το μήκος αποτελεί εξαιρετικά σπουδαίο στοιχείο και σχετίζεται προς το μήκος και την κατεύθυνση των λαγόνιων οστών. Όσο μακρύτερα είναι τα λαγόνια οστά, τόσο μακρύτερα θα είναι και τα νώτα και οι μύες τους οι οποίοι ενεργούν στα οστά του μηρού και της κνήμης. Έτσι σε μεγάλο μήκος των νώτων αντιστοιχεί μεγάλη ανάπτυξη σύμπτυξης, μέγα προτέρημα για την ταχύτητα και το άλμα. Αν χαράξουμε δύο γραμμές, τη μία κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης και η άλλη κάθετα πάνω στην ισχιακή περιοχή, θα μπορέσουμε να παρατηρήσουμε ότι η μετοσφυϊκή γραμμή, δηλαδή ο βραχίονας των νώτων είναι ο βραχίονας της ισχύς. Κατά τους νόμους της φυσικής όσο μακρύτερος είναι ο βραχίονας τόσο ευκολότερα εκτελείται μια εργασία. Γι’ αυτό τα σκυλιά καλπαστές (πόιντερ, σέτερ, ιχνηλάτες κ.λ.π) πρέπει να έχουν μακριά νώτα, ενώ οι τροχαστές (μπράκ) έχουν τα νώτα περισσότερο ογκώδη και λιγότερα μακρά.
Το πλάτος των νώτων μετριέται από την μια άρθρωση κατ’ ισχίο του μηριαίου οστού μέχρι την άλλη (μέσο, πλάτος). Το πρόσθιο πλάτος είναι η απόσταση μεταξύ των άκρων των ισχιακών περιοχών (γοφών) και το οπίσθιο η απόσταση μεταξύ των ακρογλουτιαίων.
Τα νώτα, ιδίως στα σκυλιά εργασίας πρέπει να είναι φαρδιά, διότι η συγκεκριμένη διάπλαση δηλώνει ότι ο σκελετός αυτής της περιοχής είναι καλά ανεπτυγμένος και κατά κανόνα και το μυϊκό σύστημα. Το πλάτος όμως εξαρτάται και από την εργασία των φυλών, βάσει της οποίας προτιμούνται φαρδιά νώτα στα σκυλιά που αναπτύσσουν μαζική δύναμη  και λιγότερο στα σκυλιά ταχύτητας. Τα θηλυκά έχουν φαρδύτερα νώτα από τα αρσενικά και αυτό είναι προσόν απολύτως απαραίτητο για την αναπαραγωγή εφόσον προϋποθέτει φαρδύτερη λεκάνη. Το πλάτος πάντως των νώτων δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το μήκος τους. Τα στενά νώτα αποτελούν σοβαρό ελάττωμα και είναι ένδειξη ελλιπούς ανάπτυξης των οστών και ραχιτισμού, ακόμα μεγαλύτερο ελάττωμα θεωρείται όταν η ανεπάρκεια αυτή υπάρχει στο οπίσθιο πλάτος τους (ακρογλουτιαία προσεγγιζόμενα). Θα πρέπει να προσέχουμε το πλάτος των νώτων να μην το συγχέουμε με αυτό που προκαλείται από την εναπόθεση λίπους ιδιαίτερα στα θηλυκά.   
Η κατεύθυνση των νώτων ακολουθεί την κλίση του λαγόνιου οστού, δηλαδή την γραμμή που νοείται από την άκρη του λαγόνιου (γοφός) και την άκρη του ισχιακού οστού (ακρογλούτιο). Πρακτικά είναι η ευθεία από την κορυφή του ιερού οστού και του κόκκυγα (προσκόλληση ουράς). Αναλόγως τη φυλή είναι οριζόντια ή κατωφερή (επικλινή).  Ο όρος οριζόντιος έχει θεωρητική σημασία στην προκειμένη περίπτωση. Εφόσον το λαγόνιο οστό (μηχανικός άξονας της περιοχής) είναι πάντα κεκλιμένο από τα εμπρός προς τα πίσω. Στην κυνογνωσία οριζόντια νώτα θεωρούνται  όταν η κλίση του λαγόνιου οστού βρίσκεται μεταξύ 15-25 μοίρες και η κατεύθυνση των νώτων από την κορυφή του ιερού οστού  στην προσκόλληση της ουράς σχηματίζει με την οριζόντια γραμμή γωνία 10 μοίρες περίπου. Με το μάτι τα οριζόντια νώτα είναι αυτά στα οποία η άνω επιφάνεια τους τείνει να πλησιάζει την γραμμή της ράχης και της οσφύς. Τα οριζόντια νώτα αποτελούν προτέρημα, είτε από λειτουργικής πλευράς, ιδίως για την ανάπτυξη ταχύτητας, είτε από αισθητικής. Αυτά τα νώτα συνεπάγονται από την μία μεγάλο μήκος των γλουτιαίων και προ παντός των ισχίο-κνημιαίων μυών, από την άλλη ελαφρώς ορθούς τον μηρό και την κνήμη, προϋποθέσεις εξαιρετικά ευνοϊκές για την μεγάλη έκταση και σύμπτυξη αυτών, δηλαδή για την ανάπτυξη ταχύτητας. Τα πολύ οριζόντια νώτα, δηλαδή με κλίση κάτω των 10 μοιρών, συνεπάγονται ένα σκέλος τεταμένο και συνεπώς ένα ταρσό εξαιρετικά ορθό, ελάττωμα μεγάλο εφόσον εμποδίζει την ανάπτυξη σύμπτυξης του σκέλους, δηλαδή την ευχέρεια κίνησης ειδικά στο άλμα και στην ταχύτητα. Η οριζόντια κλήση των νώτων ανήκει στις ταχυκίνητες φυλές.  
Τα επικλινή νώτα θεωρούνται όταν η κλίση τους είναι μεταξύ 25-45 μοιρών. Αυτή η διάπλαση προϋποθέτει μύες (ιδίως ισχίο-κνημιαίους) βραχύτερους και κατά συνέπεια μειωμένη δύναμη έκτασης και σύμπτυξης του σκέλους και διασκόρπισης της ωστικής δύναμης που παράγεται από τον ταρσό. Άρα τα επικλινή νώτα ανήκουν στις φυλές τροχαστές. Θεωρούνται ως προσόν ή τουλάχιστο ως λειτουργική προσαρμογή και στους πολύ ταχυκίνητους σκύλους μικρών αποστάσεων (λαγωνικούς) και στις φυλές άλματος, υπό τον όρο ότι η οσφύς θα είναι κυρτή και η ράχη μακριά. Κατά συνέπεια ο σκύλος δρόμωνας θα έχει μακρότερους και ισχυρότερους ραχιαίους και οσφυϊκούς μύες με τρόπο τέτοιο ώστε να μπορεί να κάμπτει προς τα πάνω την σπονδυλική στήλη για την υλική εκμετάλλευση της δύναμης που προέρχεται από τον ταρσό. Για παράδειγμα ο Αγγλικός Λαγωνικός (των κυνοδρομιών) αναπτύσσει εξαιρετική ταχύτητα όχι μόνο γιατί ο ταρσός εκτινάσσει μέγιστη ωστική δύναμη αλλά και γιατί οι μακροί μύες της ράχης παρασύρουν εντελώς το οπίσθιο τμήμα του κορμού. Εάν όμως σε επικλινή νώτα δεν συναντάται μακρά ράχη και κυρτή οσφύς, έχουμε διασκόρπιση της δύναμης και γι’ αυτό ο βηματισμός δεν μπορεί ποτέ να είναι γρήγορος. Το σχήμα των νώτων εξαρτάται από την ανάπτυξη των ισχυρών μυών. Αυτά μπορεί να είναι στρογγυλά ή ελαφρώς αιχμηρά.
Δακτύλιος.    Αποτελεί το τελικό άκρο του εντέρου απευθυσμένου, βρίσκεται κάτω από την ουρά στην μεταξύ των ακρογλουτιαίων αύλακα. Το δέρμα του είναι λεπτό και λιπαρό, άτριχο και παρουσιάζει ρυτίδες. Το χρώμα του γενικά είναι ανάλογο με το χρώμα του τριχώματος, αλλά ανοικτότερο. Στο κινέζικο Αλωπεκία, τον Αναμίτη και Φου κουό έχει την χρωστική της γλώσσας, δηλαδή κυανό – ιώδες. Γύρω από τα εσωτερικά τοιχώματα του δακτυλίου υπάρχουν πλήθος αδένων. Ο δακτύλιος των νέων σκύλων είναι πάντοτε στρογγυλός και κλειστός ενώ στους υπερήλικες εξέχει και κρεμάται, όχι σπάνια παρουσιάζει όγκους.
Περίνεο. Στο αρσενικό βρίσκεται μεταξύ του δακτυλίου και του όσχεου και στο θηλυκό μεταξύ δακτυλίου και αιδοίου, ορίζεται πλάγια από την περιοχή των γλουτών, των οποίων η ανατομική βάση είναι τα άκρα του ισχιακού οστού. Στη μέση του περινέου υπάρχει μια γραμμή (περινεϊκή αύλακα) ή οποία ενώνεται στον αρσενικό με την μεσοσχεϊκή γραμμή. Στα σκυλιά στα οποία απαιτούνται νώτα και λεκάνη πολύ ανεπτυγμένα το περίνεο πρέπει να είναι ευρύ. Αυτό το χαρακτηριστικό επιζητείται περισσότερο σε πολλούς τερριέρ, οι οποίοι κουρεύονται με τρόπο τέτοιο ώστε να επιδεικνύεται η περιοχή αυτή. Στους παρήλικες σκύλους είναι κυρτό εξαιτίας χρόνιας προστατίτιδας.
Πέος και αιδοίον.   Το πέος είναι το γεννητικό όργανο του αρσενικού, του οποίου το ακίνητο τμήμα καλύπτεται από το περίνεο, ενώ το ελεύθερο βρίσκεται μέσα στην πόσθη. Το άκρο του πέους ονομάζεται βάλανος, όπου και εκβάλει η ουρήθρα. Το αιδοίο είναι η εξωτερική οπή του γεννητικού και ουροποιητικού συστήματος του θηλυκού, βρίσκεται κάτω από το περίνεο, μέρος του οποίου καταλαμβάνει.
Η ΟΥΡΑ

Είναι το τελευταίο τμήμα του κορμού, σαν συνέχεια της σπονδυλικής στήλης. Βρίσκεται πίσω από τα νώτα και συνδέεται με αυτά με την ιερό-κοκκυγική άρθρωση. Έχει σαν ανατομική βάση τους κοκκυγικούς σπονδύλους, από 8 μέχρι 22 (ανάλογα την φυλή), οι οποίοι λεπταίνουν σταδιακά προς την άκρη και τους ανελκτήρες και καθελκτήρες μύες.  Η ουρά έχει σχήμα σωλήνο-κωνοειδές της οποίας το σημείο προσκόλλησης στα νώτα ονομάζεται βάση ενώ το ελεύθερο μέρος, άκρη.
Σε πολλές φυλές η ουρά αποτελεί σπουδαίο χαρακτηριστικό του τύπου, σε άλλες έχει την ίδια σημασία με αυτή της κεφαλής. Για παράδειγμα η ουρά του πόιντερ είναι το γενεαλογικό του δέντρο. Αυτό ασφαλώς αφορά τις φυλές που έχουν ακεραία την ουρά. Υπάρχουν όμως και κάποιες φυλές  π.χ. τερριέρ, που έχουν την ουρά κομμένη και το σημαντικό χαρακτηριστικό είναι η κατεύθυνση της.


Η ουρά είναι ένα από τα κυριότερα μέσα με τα οποία ο σκύλος εκδηλώνει τα αισθήματα του και την ψυχική του κατάσταση, με την ουρά ο σκύλος «μιλά». Έτσι όταν χαίρετε την κουνά ζωηρά, ενώ όταν φοβάται την κατεβάζει ανάμεσα στα οπίσθια σκέλη και κάτω από την κοιλιά και όταν οργίζεται την ορθώνει ψηλά. Στο κυνήγι κατά την έρευνα κινείται ελαφρά, στην δυνατή αναθυμίαση  κινείται ζωηρότερα και στην δείξει (φέρμα) ακινητοποιείται. Τα σκυλιά δείκτες κινούν την ουρά στο κυνήγι επί το πλείστον πλάγια, ενώ οι ιχνηλάτες περιστροφικά και οι ταχυκίνητοι σκύλοι (λαγωνικοί, πόιντερ, σέττερ, ιχνηλάτες) στις απότομες στροφές κατά τον καλπασμό, την χρησιμοποιούν σαν τιμόνι.
Τα σκυλιά δείκτες, οι οποίοι ερευνούν με το κεφάλι ψηλά, φέρουν την ουρά οριζόντια ή χαμηλά. Αντίθετα οι ιχνηλάτες οι οποίοι έχουν το κεφάλι κοντά στο έδαφος φέρουν γενικά την ουρά ψηλά. Γενικά η ουρά των σκύλων δεικτών ακολουθεί την κλήση της οσφύος είτε βρίσκονται σε στάση είτε είναι σε κίνηση.
Σε πολλές φυλές δεικτών της Ηπειρωτικής Ευρώπης (μπράκ, γκριφφόν) και ερευνητές (κόκκερ, σπάνιελ) η ουρά είναι πολύ μεγάλη και βαριά και κινείται ζωηρά στο κυνήγι με αποτέλεσμα να τραυματίζεται συχνά στο άκρο και όχι σπάνια προκαλούνται έλκη και γάγγραινα. Για το λόγο αυτό είχε καθιερωθεί από παλιά το κόψιμο της ουράς σε αυτά τα σκυλιά από 10-90% περίπου του μήκους της, ανάλογα της φυλής. Το ίδιο γίνεται και σε σκύλους φύλακες (μπόξερ, ντόπερμαν) για να αφαιρεθεί ένα εύκολο σημείο λήψης από τον αντίπαλο και το ίδιο γίνεται και για τα αυτιά. Σε άλλες φυλές το κόψιμο της ουράς δεν έχει λειτουργική σημασία αλλά αισθητική. Σε τέτοιες φυλές (πίνσερ, μικρόσωμοι ουλότριχες) η ουρά κόβεται την πρώτη εβδομάδα μετά την γέννηση και σύμφωνα με τον εθνικό τύπο.
Στην ουρά εξετάζομαι α) το μήκος, β) το σχήμα γ) την προσκόλληση δ) το τρίχωμα.
Το μήκος της ουράς ποικίλει ανάλογα με τη φυλή, σαν πρακτικό σημείο εκτίμησης και σύγκρισης λαμβάνεται το ακροτάρσιο. Μια ουρά λέγεται κανονική ή μετρίου μήκους, όταν η άκρη της αγγίζει το ακροτάρσιο, μακρά όταν ξεπερνά το ακροτάρσιο και κοντή όταν δεν φτάνει σε αυτό. ‘Έτσι ο   Ελληνικός Ιχνηλάτης έχει κανονική ουρά, το πόιντερ κοντή, ο μπουλντώκ πολύ κοντή και οι λαγωνικοί πολύ μακριά. Επειδή η κλίση του ταρσού και όλου του οπίσθιου σκέλους μπορεί να μην είναι κανονική (ανοικτή ή κλειστή γωνία) κυνοτεχνικά η ουρά προσδιορίζεται σε μήκος κοντή, κανονική ή μακρά συγκρινόμενη με το ύψος του πρόσθιου σκέλους μέχρι τον αγκώνα. 
Κάποιες φυλές παρουσιάζουν εκ γενετής βραχιουρισμό, ως χαρακτηριστικό της φυλής (επανιέλ μπρετόν, Βουρβωνικός Μπράκ), όπως και ανουρισμό (Σχήπερκε,Μποπτέϊλ). Ο ανουρισμός τεχνητός ή χειρότερα φυσικός συνεπάγεται για όλες τις φυλές τον αποκλεισμό. Επίσης ο τεχνητός βραχιουρισμός στις φυλές στις οποίες δεν επιτρέπεται ούτε ο παραμικρός ακρωτηριασμός της ουράς συνεπάγεται τον αποκλεισμό.
Ως προς το σχήμα ή ουρά διαφέρει επίσης από φυλή σε φυλή. Σε κάποιες φυλές είναι χοντρή στη βάση και λεπτύνεται σταδιακά προς την άκρη, σε άλλες είναι λεπτή αμέσως μετά την βάση και σχεδόν ομοιόμορφη μέχρι την άκρη και σε άλλες λεπταίνει ανάλογα λίγο στη βάση. Η χοντρή βάση δηλώνει ανάπτυξη των κοκκυγικών μυών και γενικά των μυών των νώτων και της οσφύος δηλαδή δύναμη και ευρωστία και αντοχή.  
Η ακέραια ουρά παρουσιάζει διάφορες κατευθύνσεις ή όψεις οι οποίες είναι χαρακτηριστικές για κάθε φυλή. Σε κάποιες φυλές είναι ελαφρώς κυρτή (τοξοειδής) ως επί το πλείστον σε όλο το μήκος της (σέττερ, κάποια πόιντερ) σε άλλες παρουσιάζεται κυρτή κατά το ένα τρίτο, κοίλη στη μέση και ευθεία στο τελευταίο μέρος της (πόιντερ). Αυτή η ουρά μοιάζει με χειρολαβή υδραντλίας. Η ουρά σαν σπαθί είναι κοίλη στο δεύτερο μισό του μήκους της. Εάν φέρεται σταθερά ψηλά λέγεται «σαν σάλπιγγα».  Η ουρά «σαν κερί» είναι ευθυτενής και σχεδόν κάθετη  πάνω στα νώτα. Η «αγκιστροειδής» ουρά είναι κυρτή μόνο στην άκρη της και είναι κατά κανόνα πολύ μακριά (κάποιοι λαγωνικοί). Η ουρά μπορεί να περιστρέφεται σαν «κουλούρα» και να πέφτει στα νώτα.  Σε κάποιες φυλές η ουρά παρουσιάζει αντίστροφες παρεκκλίσεις, κυρτότητας και κοιλότητας σαν εκπωμαστήρας (Αγγλ. Μπουλντώκ). Οι περιστρεφόμενες ουρές έχουν συνήθως κληρονομική αγκύλωση.
Περιοδικά παρουσιάζονται σε κάποιες φυλές παρεκκλίσεις (στρεβλώσεις) στην άκρη της ουράς, οι οποίες συνήθως είναι εκ γενετής και μεταβιβάσιμες. Η ανωμαλία αυτή οφείλεται σα αταβικά κατάλοιπα ξένου αίματος. Στο πόιντερ κυρίως παρουσιάζεται η λεγόμενη «ουρά ποντικού» στην οποία είναι εμφανείς οι σπόνδυλοι σαν κόμποι και διαχωρίζονται από αυλακώσεις. Αυτά είναι ελαττώματα διάπλασης τα οποία λογίζονται ως σοβαρά ανάλογα με την ένταση της ανωμαλίας ή όχι.  
Η προσκόλληση της ουράς στα νώτα μπορεί να είναι ψηλά ή χαμηλά. Αυτό εξαρτάται από την κλήση των νώτων, Αν τα νώτα είναι οριζόντια ή ουρά είναι ψηλά προσκολλημένη αν είναι κατωφερή είναι χαμηλά προσκολλημένη. Γενικά ή ουρά πρέπει να σχηματίζει μια αρμονική γραμμή με τα νώτα, κάτι το οποίο αποτελεί απόλυτο προσόν για όλες τις φυλές. Με τον αυτό τρόπο η ουρά λέγεται «καλώς προσκολλημένη».
Η ουρά κυνοτεχνικά παρουσιάζει δύο επιφάνειες, την άνω και την κάτω. Στις βραχύτριχες φυλές η ουρά καλύπτεται από ομοιόμορφο τρίχωμα το οποίο μόνο στο κάτω μέρος της και προς το τέλος της ουράς έχει τρίχωμα λίγο μακρύτερο. Στην άκρη καμία φορά δημιουργεί μια μικρή φούντα. Στις μακρύτριχες φυλές το τρίχωμα στην ουρά μπορεί να είναι ακόμα πιο μακρύ δημιουργώντας φούντα ή κρόσσια από την κάτω επιφάνεια. Οι τρίχες οι οποίες δημιουργούν τα κρόσσια φυτρώνουν ένα εκατοστό περίπου από την βάση της ουράς και σταδιακά μέχρι την μέση μακραίνουν για να κοντύνουν και πάλι σταδιακά μέχρι την άκρη σχηματίζοντας ένα ισοσκελές τρίγωνο.
ΤΑ ΣΚΕΛΗ
Τα σκέλη αποτελούν τα όργανα στήριξης και μετακίνησης του κορμού του σκύλου, είναι μεταξύ τους συμμετρικά και ως προς την μεσαία ευθεία γραμμή του σώματος. Τα πρόσθια σκέλη, που βρίσκονται πιο κοντά στη γραμμή βαρύτητας, είναι περισσότερο όργανα στήριξης εφόσον δέχονται την ώθηση από τα πίσω άκρα. Τα πίσω σκέλη έχουν σαν έργο να συμμαζεύουν πάνω τους το σώμα και να δίδουν την ώθηση εκτοξεύοντας μπροστά το σώμα. Τα πρόσθια σκέλη, εν προκειμένω έχουν περισσότερο παθητική λειτουργία ως δέκτες της ώθησης.  Για το λόγο αυτό τα πρόσθια σκέλη δεν ενώνονται με την σπονδυλική στήλη σε κανένα σημείο, ούτε με τον θώρακα αλλά ενώνονται με τον κορμό διαμέσου των μυών. Με αυτό τον τρόπο η ελαστικότητα των μυών της ωμοπλάτης μειώνει το βάρος από την ώθηση που προκαλείται από την κίνηση του σώματος προς τα εμπρός. Αν υπήρχε άρθρωση ως σύνδεσμος, δεν θα ήταν δυνατόν να αντέξει το βάρος και θα υφίστατο βλάβη (εξάρθρωση, θλάση). Το πρόσθιο σκέλος έχει τρείς γωνίες: α) γωνία ωμοπλάτης(ωμοβραχιόνιος) β) γωνία βραχίονα-αντιβράχιου(πηχεοβραχιόνιος) και γ) γωνιά μετακαρπίου-φαλάγγων(μετακάρπιοφαλαγγική). Λείπει δηλαδή η γωνία του καρπού. Η θέση των οστών και κατά συνέπεια των γωνιών είναι τέτοια ώστε να μειώνονται οι αντιδράσεις που προέρχονται από το έδαφος ειδικά κατά τον καλπασμό και το άλμα. Το οπίσθιο σκέλος έχει τέσσερις γωνίες: α) γωνιά ισχίου μηρού (ισχιομηριαία), β) γωνία μηρού κνήμης (μηριαίοκνημιαία), γ) γωνιά κνήμης ταρσού (κνημιαίοταρσική ή ιγνύς) και δ) γωνία μεταταρσίου φαλάγγων (μεταταρσιοφαλαγγική). Έτσι το πίσω σκέλος παρουσιάζει μια παραπάνω γωνία, την γωνία του ταρσού (ιγνύς) η οποία ανταποκρίνεται στην απούσα γωνία του καρπού του πρόσθιου σκέλους. Εφόσον η δύναμη της ώθησης προέρχεται από τα πίσω σκέλη ασφαλώς και θα εξαρτάται από τις γωνίες αυτές και το μήκος των οστών τους.
Το οπίσθιο σκέλος έχει μακρύτερα οστά από το πρόσθιο και επειδή περιλαμβάνει τον ίδιο αριθμό οστών (μαζί με αυτό της λεκάνης) θα έπρεπε ο σκύλος να φαίνεται ψηλότερος στα νώτα. Αυτό όμως δεν συμβαίνει ακριβώς επειδή στο οπίσθιο σκέλος υπάρχει μια επιπλέον γωνία και έτσι έχει περισσότερες κάμψεις.

Πρόσθιο σκέλος

Το πρόσθιο σκέλος περιλαμβάνει της εξής περιοχές: α) Ωμοπλάτη, β) βραχίονας, γ) αγκώνας, δ) αντιβράχιον,  ε) καρπόςστ) Μετακάρπιο και ζ) Ακροπόδιο.
Ωμοπλάτη: Ορίζεται πάνω από το ακρώμιο, κάτω από το βραχίονα, μπροστά από τη βάση του λαιμού και το στήθος και πίσω από τα πλευρά. Έχει σαν ανατομική βάση το ωμοπλατιαίο οστό, το οποίο είναι μακρύ, επίπεδο, τριγωνικού σχεδόν σχήματος, χωρίς χόνδρο επιμήκυνσης στο σκύλο. Το οστό αυτό είναι συνδεδεμένο μα το θώρακα μόνο δια μέσου των μυών και είναι τοποθετημένο στην πρόσθιο-εξωτερική επιφάνεια της περιοχής των πλευρών λίγο-πολύ λοξά από πάνω προς τα κάτω και από πίσω προς τα εμπρός. Το άνω άκρο της ωμοπλάτης, το οποίο συγχέεται με το ακρώμιο, ονομάζεται άνω άκρη ή κορυφή, το κάτω άκρο της αρθρώνεται με το βραχιόνιο οστό (ωμοβραχιόνιος άρθρωση), και λέγεται κάτω άκρα ή αιχμή της ωμοπλάτης. Αυτό το σημείο μαζί με το ακρογλουτιαίο χρησιμοποιείται στην κυνομετρία για την μέτρηση του μήκους του κορμού του σκύλου. Στην πλάτη εξετάζομε γενικά το μήκος, την κατεύθυνση, το πάχος και την ευκινησία.
Το μήκος της ωμοπλάτης μετριέται από την κορυφή μέχρι το κάτω άκρο της, είναι δέ σε ορισμένη σχέση με το ύψος του σκύλου στο ακρώμιο και διαφέρει από φυλή σε φυλή. Για παράδειγμα, σε ένα πόιντερ με ύψος 60 εκ. και εφόσον η ωμοπλάτη αντιστοιχεί στο 27% του ύψους θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 16εκ.
Η μακριά ωμοπλάτη ιδίως στους ταχυκίνητους σκύλους είναι απόλυτο προτέρημα, διότι προϋποθέτει μακρούς μύες, οι οποίοι προσκολλούνται σε  αυτή και ενεργούν στο βραχίονα και του αντιβραχίου τα οποία καθορίζουν την έκταση του σκέλους. Η ωμοπλάτη έτσι καθορίζει τον βηματισμό: σε μακριά ωμοπλάτη αντιστοιχεί μεγάλη έκταση του σκέλους, δηλαδή μεγάλος τροχασμός ή καλπασμός. Αντίθετα η κοντή ωμοπλάτη (η οποία γενικά είναι ορθή) περιορίζει την διακύμανση του σκέλους, δηλαδή αναπτύσσει βραχύ βηματισμό.
Η κατεύθυνση της ωμοπλάτης (κλήση κανονική 45-55% επί του οριζόντιου) αποτελεί σπουδαίο προσόν για της φυλές από τις οποίες απαιτείται ανάπτυξη ταχύτητας και μεγάλη ανθεκτικότητα.
Η κλήση της ωμοπλάτης μαζί με την μύτη του βραχίονα δημιουργεί την ωμοβραχιόνια γωνία (γληνωειδή γωνία). Κατά τον τροχασμό η τον καλπασμό, το σκέλος όταν φέρεται προς τα εμπρός, βρίσκεται σε κίνηση κάμψης και όταν φέρεται προς τα πίσω βρίσκεται σε έκταση. Για να επιτευχθούν αυτές οι κινήσεις αυτονόητο είναι ότι η ωμοβραχιόνιος γωνία πρέπει να ανοίγει και να κλείνει. Το άνοιγμα αυτό γίνεται όχι μόνο διότι το κάτω μέρος του βραχίονα έρχεται μπροστά, αλλά και διότι ή ωμοπλάτη φέρνει προς τα πίσω και κάτω την ωμοβραχιόνιο γωνία. Με ανάλογο τρόπο το κλείσιμο της ωμοβραχιόνιου γωνίας δεν γίνεται μόνο γιατί το κάτω μέρος του βραχίονα επαναφέρεται πίσω, αλλά και γιατί η ωμοπλάτη φέρνει την γωνία αυτή προς τα μπροστά και πάνω.
Στους ταχυκίνητους σκύλους, οι οποίοι αναπτύσσουν μεγάλη ταχύτητα σε μικρές αποστάσεις και έχουν λίγη αντοχή, (δρόμονες, λαγωνικοί) η ωμοπλάτη είναι λίγο κεκλιμένη (60-65 μοίρες) και συνδέεται με νώτα κατωφερή. Στα σκυλιά αυτά, στα οποία η ταχύτητα δεν εξαρτάται από το εύρος του βηματισμού αλλά από την  ταχύτητα των βημάτων, στην λίγο κεκλιμένη ωμοπλάτη αντιστοιχεί αρκετά μακρύς και κεκλιμένος βραχίονας.  Στα σκυλιά αυτά, που ο ακόμα και ο βραχίονας είναι στραμμένος προς τα μέσα και πάνω, έχουν το πρόσθιο σκέλος προς τα πίσω.  Κατά συνέπεια, το κέντρο βαρύτητας έχει μετατοπιστεί προς τα εμπρός και ως εκ τούτο η ισορροπία είναι ασταθής.  Εξαιτίας αυτής της αστάθειας της ισορροπίας, ο χρόνος της αιώρησης των σκελών θα είναι βραχύτερος, η στήριξη τους στο έδαφος θα επαναλαμβάνεται με μεγαλύτερη συχνότητα και συνεπώς ο βηματισμός θα είναι ταχύτερος, αλλά λιγότερο ανθεκτικός. Τα σκυλιά αυτά μπορούν αν είναι ταχύτερα, αλλά για μικρότερο χρονικό διάστημα.
Η ορθή ωμοπλάτη επίσης μπορεί να επιτρέψει για λίγο χρονικό διάστημα τη μέγιστη ταχύτητα, αλλά όπως είναι ευνόητο, δεν επιτρέπει το ευρύ άνοιγμα της ωμοβραχιόνιου γωνίας, δηλαδή την μεγάλη έκταση του σκέλους και γι αυτό απαιτείται ταχύτατος ρυθμός των διαδοχικών βημάτων με αποτέλεσμα την πρόωρη κόπωση.
Η εξαιρετικά ορθή ωμοπλάτη συνοδεύει πάντοτε εξαιρετικά κεκλιμένο βραχίονα και είναι αυτό σοβαρό ελάττωμα, εφόσον το μπροστινό τμήμα του κορμού προβάλλεται προς τα εμπρός και το κέντρο βαρύτητας έχει μετατοπιστεί. Ο σκύλος με αυτό το ελάττωμα έχει πολύ μικρό βηματισμό και καλύπτει λίγο έδαφος. Είναι έτσι υποχρεωμένος να προσπαθεί στο να κινηθεί και στην εντατική και συχνή αυτή προσπάθεια εξαντλείται γρήγορα.
Από τα παραπάνω συνεπάγεται το συμπέρασμα ότι το πόιντερ ή το Αγγλ. Σέττερ ή ο Ελληνικός Ιχνηλάτης (λαγόσκυλο) με ωμοπλάτη κεκλιμένη διατηρεί τον καλπασμό ελεύθερο και ευχερή όλη την ημέρα, ενώ ο λαγωνικός (λεβριέ) με λίγο κεκλιμένη ωμοπλάτη ή άλλος σκύλος έστω και με ορθή ωμοπλάτη, μπορεί να είναι ταχύτερος, αλλά δεν μπορεί να διατηρήσει  τον καλπασμό του παρά μόνο  μερικά λεπτά.
Η πολύ κεκλιμένη ωμοπλάτη είναι επίσης ελάττωμα, εφόσον συνοδεύει όρθιο βραχίονα, και ο σκύλος είναι υποχρεωμένος να κρατάει το κεφάλι και το λαιμό εξαιρετικά ψηλά και έτσι το κέντρο βαρύτητας μετατοπίζεται εντελώς πίσω και εις βάρος της ωστικής δύναμης των οπίσθιων σκελών. Ο σκύλος με αυτό το ελάττωμα όχι μόνο δεν μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα αλλά είναι και ελάχιστα ανθεκτικός.
Το πάχος της ωμοπλάτης καθορίζεται από την ανάπτυξη των μυών και από την συσσώρευση λίπους. Η ωμοπλάτη στους τροχαστές και καλπαστές σκύλους πρέπει να είναι ισχυρή και μυώδης.  Στους ταχυκίνητους ιδίως σκύλους είναι μεν μυώδης  αλλά όχι ογκώδης, διότι οι μύες της είναι μακροί, ισχυροί και εμφανείς, χωρίς λίπος και υποδόριο κυτταρικό ιστό. Το υπερβολικό πάχος ή η ισχνότητα της ωμοπλάτης (υπερτροφία, ατροφία) αποτελεί ελάττωμα για όλες τις φυλές, ιδίως για τις φυλές θήρας. 
Η ευκινησία της ωμοπλάτης είναι απόλυτο προτέρημα για όλες τις φυλές, εφόσον εξασφαλίζει την ελευθερία των κινήσεων. Η ωμοπλάτη μπορεί να εκτελεί πέντε κινήσεις σε σχέση με την γραμμή του κορμού. Αυτές είναι: α) έκταση (μπροστά) β) κάμψη (πίσω), γ) προσαγωγή (πλησιάζει στο σώμα), δ) απαγωγή (απομακρύνεται από το σώμα) και ε) συστροφή (κυκλική κίνηση). Από τις πέντε αυτές κινήσεις οι κυριότερες είναι οι δύο πρώτες. Η ανεπαρκής ευκινησία της ωμοπλάτης είναι ελάττωμα για όλες τις φυλές. Η δυσκινησία αυτή (οφείλεται σε διάφορα αίτια) εμποδίζει τόσο την ανύψωση όσο και την έκταση του σκέλους, ώστε το βήμα είναι μικρό και ξυραφιστώ και επιφέρει πρόωρη κόπωση.
Βραχίονας. Βρίσκεται πλάγια του θώρακα μεταξύ της ωμοπλάτης και του αντιβράχιου (πήχης). Ορίζεται πάνω από την ωμοπλάτη, κάτω από το αντιβράχιο, μπροστά από το στήθος, πίσω από τον αγκώνα και εσωτερικά με την μασχάλη. Έχει ως ανατομική βάση το βραχιόνιο οστό, το οποίο είναι μακρύ και έχει κλήση από εμπρός προς τα πίσω και από πάνω προς τα κάτω και αντίθετη κατεύθυνση από αυτή της ωμοπλάτης. Το ανώτερο τμήμα του βραχίονα (τα 2/3 περίπου) είναι συνδεδεμένο με μύες με τον κορμό, ενώ το κάτω τμήμα είναι ελεύθερο και αποχωρίζεται από τον κορμό. Ο βραχίονας περιβάλλεται από σπουδαίους μύες, οι οποίοι προέρχονται από το λαιμό, την ωμοπλάτη, τα πλάγια του στέρνου, αλλά και από άλλες περιοχές και καταλήγουν κυρίως πάνω στο αντιβράχιο. Οι μύες αυτοί αποτελούν δύο ομάδες, την πρόσθια και την οπίσθια. Οι πρόσθιοι κάμπτουν το αντιβράχιο στο βραχίονα (μύες καμπτήρες), οι πίσω είναι ανταγωνιστές των πρόσθιων οι οποίοι τεντώνουν το αντιβράχιο (εκτείνοντες μύες), επίσης κρατούν και το σκέλος ευθύ και όρθιο. Έτσι οι κύριες κινήσεις του βραχίονα είναι δύο, η έκταση και η κάμψη. Στο βραχίονα εξετάζομαι γενικά το μήκος και την κατεύθυνση. Το μήκος και η κατεύθυνση του βραχίονα είναι πάντοτε σε στενή σχέση με το μήκος και την κατεύθυνση της ωμοπλάτης. Το μήκος μετριέται από την ωμοπλάτη μέχρι τον αγκώνα. Ο καλός βραχίονας (κανονικός επικλινής) ουδέποτε θεωρείται ως πολύ μακρύς, εφόσον ανταποκρίνονται μύες μακροί, δηλαδή: μεγαλύτερη δύναμη συστολής και έκτασης του σκέλους και μεγαλύτερη ανάπτυξη ενέργειας. Αλλά το μήκος αυτό θα είναι όχι μόνο άχρηστο, αλλά και εμπόδιο εάν ή ωμοπλάτη είναι κοντή και όρθια. 
Εφόσον, όπως είπαμε το μήκος του βραχίονα βρίσκεται σε στενή σχέση με το μήκος της ωμοπλάτης, πρέπει κατά την εξέταση, να έχουμε υπόψη τα εξείς:
Α) Στο σκύλο τροχαστή (μπράκ. Γερμ. Ποιμενικός) το μήκος του βραχίονα πρέπει να είναι μεγαλύτερο της ωμοπλάτης. Ο σκύλος αυτός θα πρέπει να καλύπτει με μεγάλα βήματα το έδαφος. Αν λοιπόν ο βραχίονας είναι κοντός θα είναι και στενός ο διασκελισμός, έτσι ο σκύλος θα υποχρεώνεται σε επιτάχυνση και πρόωρη κόπωση.
Β) Στον καλπαστή σκύλο μεγάλων αποστάσεων και μεγάλης αντοχής (Ελλ. Ιχνηλάτης, πόιντερ) το μήκος του βραχίονα πρέπει να είναι επίσης μεγαλύτερο της ωμοπλάτης, διότι σε αυτά τα σκυλιά ο ευρύτερος διασκελισμός είναι πλεονέκτημα που βοηθά την κάλυψη την απόστασης αλλά και τα άλματα. Άρα η κάλυψη της απόστασης γίνεται με λιγότερα βήματα αλλά και ολιγότερα άλματα (ταχύτητα και αντοχή).
Γ) Στον καλπαστή σκύλο μικρών αποστάσεων (δρόμονες, λαγωνικοί) το μήκος του βραχίονα δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερο από αυτό της ωμοπλάτης. Διότι όπως είπαμε η ταχύτητα σε αυτά τα σκυλιά εξαρτάται από τον συχνότερο βηματισμό και όχι διασκελισμό. Επίσης η ορθότερη ωμοπλάτη σε αυτούς τους σκύλους δεν οφελεί τον βηματισμό διότι διαφορετικά το πέλμα θα περνούσε ξυραφιστά από το έδαφος.
Η κλίση του βραχίονα εξετάζεται κατά δύο τρόπους:
Α) Η επιμήκης γραμμή του βραχιόνιου οστού σχηματίζει με την οριζόντια γραμμή, γωνία  από 60-70 μοίρες (ανάλογα την φυλή). Ένα αξιόλογο πρακτικό σημείο για να κρίνομε σωστά την κλήση του βραχίονα είναι η άκρη του αγκώνα, αυτό πρέπει να βρίσκεται γενικά πάνω στην κάθετη γραμμή που κατέρχεται από το πρόσθιο άκρο της κορυφής της ωμοπλάτης.
Β) Η επιμήκης γραμμή του βραχιόνιου οστού είναι παράλληλη προς την ενδιάμεση των γραμμών επιμήκους και κάθετου του σώματος ή σχεδόν παράλληλη, δηλαδή ελαφρά εκτοπισμένη προς τα πίσω. Σε αυτή την περίπτωση ο αγκώνας βρίσκεται λίγο προς τα έξω από την κορυφή της ωμοπλάτης. Η μετατόπιση αυτή σε πολλούς σκύλους τροχαστές και καλπαστές με άριστη ευστάθεια σκελών δεν υπάρχει, σε άλλους είναι ελάχιστη και πάντως δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 2 εκ. (σε μετριόσωμο σκύλο). Η μετατόπιση του αγκώνα πέρα από αυτό το όριο (που οφείλεται σε εκτροπή του βραχίονα ή του αντιβράχιου ή συνηθέστερα του μετακαρπίου) προκαλεί ελαττώματα ευστάθειας πολύ σοβαρά και κληρονομικά.
Στο μέγιστο βαθμό της έκτασης του ο βραχίονας φέρεται σχεδόν στην ίδια ευθεία με την γραμμή της ωμοπλάτης.  Έτσι αν ο βραχίονας είναι ορθός η ωμοβραχιόνια γωνία είναι περισσότερο αμβλεία και το άνοιγμα της θα είναι περισσότερο ευρύ και ο βηματισμός θα είναι βραχύς. Αν αντίθετα ο βραχίονας είναι πολύ επικλινής, το πρόσθιο τμήμα του κορμού θα φέρεται πολύ μπροστά με αποτέλεσμα ο σκύλος να πέφτει εύκολα (σκοντάφτει). Άρα τόσο ο ορθός όσο και ο υπερβολικά κεκλιμένος βραχίονας αποτελούν πολύ μεγάλο ελάττωμα.


Όπως είπαμε, ή κλίση του βραχίονα είναι σε στενή σχέση με την κλίση της ωμοπλάτης και σχηματίσουν μεταξύ τους την ωμοβραχιόνιο γωνία, ή οποία έχει μεγάλη σημασία στην κυνογνωσία.
Στους τροχαστές και στους καλπαστές σκύλους μεγάλων εκτάσεων των οποίων η ωμοπλάτη είναι κεκλιμένη, ο βραχίονας, με την οριζόντια γραμμή πρέπει να σχηματίζει γωνία μεγαλύτερη (60-65μοίρες) από την γωνία που σχηματίζεται από την ωμοπλάτη με την οριζόντια γραμμή (45-55 μοίρες). Αν συνέβαινε το αντίθετο, η ωμοβραχιόνιος γωνία θα ήταν υπερβολικά κλειστή και θα αναπτύσσονταν πολύ ψηλός βηματισμός (πηδητικός) και εις βάρος της ωστικής δύναμης από τα πίσω πόδια.
Στους καλπαστές σκύλους  για μικρές αποστάσεις, αντίθετα, οι οποίοι έχουν μεγάλη ορθή ωμοπλάτη, η γωνία του βραχίονα με την οριζόντια γραμμή είναι μικρότερη της γωνίας της ωμοπλάτης με την οριζόντια γραμμή. Εάν δεν ήταν έτσι, η ωμοβραχιόνια γωνία θα ήταν πολύ ανοικτή και κατά συνέπεια ο βηματισμός θα ήταν βραχύς, ξυραφιστός.
Όπως αποδεικνύεται, η κατεύθυνση του βραχίονα αντιπροσωπεύει παράγοντα αντιστάθμισης της ωμοπλάτης για τον σχηματισμό της ωμοβραχιόνιου γωνίας. Για το λόγο αυτό σήμερα δίνουμε μεγαλύτερη σημασία στην ωμοβραχιόνια γωνία παρά στην κλήση της ωμοπλάτης και του βραχίονα και εξετάζονται καθένα χωριστά. Για παράδειγμα, όταν λέμε ότι η ωμοβραχιόνια γωνία του πόιντερ είναι 110 μοίρες ή του Αγγλ. Σέττερ 115 μοίρες ή του φοξ τεριέρ 125 μοίρες ή του τεκέλ 100 μοίρες εκφράζομε την κανονική ευρύτητα της σε κάθε φυλή και εφόσον θα γνωρίζουμε την κλίση του ενός από τα δύο αυτά οστά  (ωμοπλάτης, Βραχίονα) θα μπορέσουμε να διαπιστώσουμε στον εξεταζόμενο σκύλο αν η κλίση του άλλου οστού είναι κανονική η ελλατωματική.

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Στατιστικά στοιχεία επισκέψεωνΑΡΧΗ ΣΕΛΙΔΑΣΤΕΛΟΣ ΣΕΛΙΔΑΣ/ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑΕλληνικαEnglish

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player

Content on this page requires a newer version of Adobe Flash Player.

Get Adobe Flash player