ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
'Ερευνα-μελέτη Δρος Σταύρου Μπασουράκου
(κτηνίατρου-κυνολόγου μελετητή των Ελληνικών φυλών κυνών)
(από το περιοδικό Κυνηγεσία & Κυνοφιλία τεύχη 400-401 του 1995)
Η καταγωγή του Κρητικού Ιχνηλάτη ως πανάρχαιας φυλής, χάνεται στα βάθη τεσσάρων χιλιετιών. Όπως έχουμε γράψει για την καταγωγή του Ελληνικού Ιχνηλάτη, οι λαγωνικοί της αρχαίας Ελλάδος και κατόπιν οι λαγωνικοί της Μεσογειακής Ευρώπης, κατάγονται από τους πανάρχαιους λαγωνικούς (σκύλους δρόμωνες) της Αιγύπτου.
Οι σκύλοι αυτοί ήταν μεγαλόσωμοι με σπαθάτο και κομψό κορμό, σκέλη υψηλά , λεπτά, αλλά πολύ ισχυρά , με όρθια αυτιά και κουλουριασμένη ουρά, τους οποίους χρησιμοποιούσαν στο κυνήγι της γαζέλας όπως μαρτυρούν οι απεικονίσεις στους τάφους των πρώτων 8 Δυναστειών (2895-2160 π.χ) και ιδίως του τάφου του Μέττεν, ο οποίος στην αυλή του μεγάλου βασιλιά Χέοπα της 4ης Δυναστείας (γύρω στο 2720 π.χ) είχε το αξίωμα του «Μεγάλου κυνηγού». Οι περίφημοι αυτοί Λαγωνικοί προέρχονταν από 2 στελέχη, αφρικανικής και ασιατικής προέλευσης : Από τον άγριο Αβησσυνό σκύλο Σίμειο κ. Καμπερού (Κάνις Σιμένσις) και από τον Ασσύριο Λαγωνικό.
Πλην αυτών των μεγαλόσωμων λαγωνικών στην αρχαία Αίγυπτο και μάλιστα πριν από 4-5.000 χρόνια υπήρχε και μια άλλη κυνηγετική φυλή αλλά μικρόσωμη (λίγο μεγαλύτερη από το μισό ύψος των μεγαλόσωμων λαγωνικών), με όρθια αυτιά κουλουριασμένη ουρά και ρυτίδες στο πρόσωπο που είχαν τα χαρακτηριστικά του σημερινού αφρικανικού σκύλου Μπασέντζι όπως απεικονίζεται σε τάφους και σε γραφίτες πάνω σε βράχους.
Τα σκυλιά αυτά οι αρχαιολόγοι τα ονόμασαν «σκυλιά του Χέοπα». Με την πτώση της βασιλείας των Φαραώ, εξαφανίστηκε και αυτή η φυλή. Στα μέσα του περασμένου αιώνα , μερικοί άγγλοι που εξερευνούσαν την κεντρική Αφρική, ανακάλυψαν το 1834 σε μερικές φυλές του νοτίου Σουδάν και του Κογκό σκυλιά που έμοιαζαν με τα πανάρχαια σκυλιά του Χέοπα. Από αιώνες η φυλή αυτή ζούσε στην καρδιά της Αφρικής σε απόλυτη καθαροαιμία, χωρίς επιμιξίες γι΄ αυτό και διατήρησε την αρχαία μορφή της. Οι ιθαγενείς την χρησιμοποιούσαν και την χρησιμοποιούν στο κυνήγι. Η φυλή αυτή ονομάζεται Μπασέντζι (ή σκύλος του Κογκό, ή σκύλος βουβός, ή άφωνος).
Είναι σκυλί μικρομεσαίο σε μέγεθος (λίγο ψηλότερο απ΄ το κόκερ σπάνιελ) αλλά πολύ λεπτότερο με εμφάνιση χαριτωμένη, λιπόσαρκη αλλά ισχυρή ευκίνητη. Χαρακτηριστικά του είναι η σχολαστική καθαριότητα του (γλείφει όλο το τρίχωμα του όπως κάνει ο γάτος), δεν λερώνει ποτέ στο σπίτι, δεν εκπέμπει άσχημη μυρωδιά , καθώς και δεν γαβγίζει. Τα βασικά μορφολογικά του στοιχεία είναι : Ύψος 40-43 cm βάρος 10-11 κιλά (κατά μέσο όρο οι μεγαλύτεροι αριθμοί αφορούν το αρσενικό), αυτιά όρθια ουρά με ένα ή δύο δακτυλίδια. Τρίχωμα βραχύ λευκό - υπόξανθο, λευκό - μαύρο, καστανό και τρίχρωμο (μαύρο κοκκινωπό και λευκό). Κυνηγετικά προσόντα: Ακολουθεί με ακρίβεια και σιωπηλά τα ίχνη του τριχωτού θηράματος (Αντιλόπης λαγού), κυνηγά και το πτερωτό θήραμα και είναι άριστος θηραματοφόρος. Ειδοποιεί τον κυνηγό με την συμπεριφορά του, (αφού δεν βγάζει φωνή) για την παρουσία θηρίου. Είναι επίσης πολύ καλό σκυλί συντροφιάς, καθόσον όχι μόνο είναι σκυλί πολύ καθαρό, αλλά και έξυπνο, προσεκτικό ζωηρό και εύθυμο και γίνεται μεγάλος φίλος των παιδιών, καθώς και αφοσιώνεται στον κύριο του και στο σπίτι.
Γράψαμε κάπως εκτενώς για το Μπασέντζι για να δώσουμε την δυνατότητα στον αναγνώστη (από την περιγραφή και τις εικόνες) να συγκρίνει και να διαπιστώσει ότι μεταξύ αυτών των δύο αρχαίων φυλών, του Μπασέντζι και του Κρητικού Ιχνηλάτη παρότι ζουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και χωρίς καμία επικοινωνία, σε εντελώς και από κάθε πλευράς διαφορετικές βιοτικές συνθήκες και έχουν περάσει χιλιετίες, αν τούτοις διατηρούν διάφορα σημαντικά κοινά σημεία όπως γενική μορφολογική εμφάνιση, οξύληκτο ρύγχος, μαύρο ακρορρίνιο, παρόμοια σκέλη, κυρίως όρθια αυτιά και προπάντων κουλουριασμένη ουρά.
Για το θέμα της ουράς τονίζουμε ιδιαιτέρως ότι καμία κυνηγετική φυλή της Ευρώπης τύπου λαγωνικοειδούς η λαγωνικού, ούτε οι πολύ κατά τα άλλα όμοιες με τον Κρητικό Ιχνηλάτη μεσογειακές και νησιώτικες φυλές, Τσιρνέκο και Ποτένκο ιμπιζένκο, έχουν κουλουριασμένη ουρά όπως την έχει διατηρήσει κουλουριασμένη ο Κρητικός Ιχνηλάτης, επι χιλιετίες που την κληρονόμησε από τους λαγωνικούς της αρχαίας Αιγύπτου. Όλοι οι λαγωνικοί και λαγωνικοειδής έχουν μακριά ουρά, κατεβασμένη σχεδόν ευθυτενή ή ελαφρώς κυρτή. Ομοίως και οι λαγωνικοί της αρχαίας Ελλάδος δεν είχαν κουλουριασμένη ουρά.
Αυτή η δακτυλιοειδής ουρά που αποτελεί αποκλειστικό γενεαλογικό αποδεικτικό στοιχείο της πανάρχαιας προέλευσης τους, πρέπει να φροντίσουμε όχι μόνο να διατηρηθεί απλώς, αλλά με την επιλεκτική εκτροφή να αναπτυχθεί πλήρως, ώστε να γίνει τέλειο και κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο όλων των καθαρόαιμων κρητικών ιχνηλατών.
Επανερχόμενοι στην αρχαία καταγωγή του κρητικού ιχνηλάτη, σημειώνουμε ότι την 2η προ Χριστού χιλιετία, ίσως και προγενέστερα, δηλ. πριν από 4.000 και πλέον χρόνια, οι Κρήτες, μεγάλοι θαλασσοπόροι (τότε η Κρήτη ήταν η πρώτη θαλασσοκράτειρα δύναμη της Μεσογείου) και αργότερα οι Φοίνικες (που κατοικούσαν στα παράλια της σημερινής Συρίας, Λιβάνου, Ισραήλ, Παλαιστίνης), με τα διάφορα εμπορεύματα τους μετέφεραν από την Αίγυπτο και ακριβοπουλούσαν στην Κρήτη, Ν. Ελλάδα, Σικελία, Ν. Ιταλία, Ν. Γαλλία, Α. Ισπανία.
Ο αρχικός τύπος του Αιγυπτιακού Λαγωνικού προσαρμόστηκε στις εδαφο-κλιματολογικές συνθήκες της Ελλάδας και εξελίχθηκε στον τύπο των Ελληνικών λαγωνικών, που αναπαριστάνονται σε τοιχογραφίες των ανακτόρων της Τίρυνθας Αργολίδας (1500π.χ) πολύ αργότερα σε κρατήρες (τιμωρία της Άρτεμης, σκυλιά του Ακταίονα), αγγειογραφίες κ.λ.π. οι οποίοι πλην των άλλων δεν είχαν περιτυλισσόμενη ουρά και γυρισμένη στο πάνω μέρος των γλουτών, ή οποία αντίθετα, ήταν μακρύτερη, ελεύθερη, ημίκυρτη και σε ορισμένα μαλλιαρή στην κάτω επιφάνεια. Αυτοί οι λαγωνικοί ύστερα από χίλια περίπου χρόνια (κυρίως με διασταυρώσεις εξελίχθηκαν στους λαγοθήρες ή ιχνηλάτες της εποχής του ξενοφώντα. Από αυτούς τους ιχνηλάτες κατάγεται ο σημερινός Ελληνικός Ιχνηλάτης (λαγόσκυλο) ο οποίος δεν ανήκει πλέον στον λαγωνικό η λαγωνικοειδή τύπο, αλλά στον Βρακχοειδή (πράκ), στον οποίο ανήκουν τα πλείστα λαγόσκυλα και όλα τα πουλόσκυλα.
Κατά την ρωμαϊκή κατοχή του Ελληνικού χώρου, ελληνικά σκυλιά (και όχι μόνο κυνηγετικά) είχαν μεταφερθεί στην Ιταλία, Γαλλία, (Γαλατία), Ελβετία, όπου ομοίως εξελίχθηκαν στους σημερινούς ιχνηλάτες (Ιταλικός. ιχνηλάτης «σεγκούτσιο», Ελβ. Ιχνηλάτης Ιούρα τύπου υπομέλανος κ.λ.π) οι οποίοι μοιάζουν αρκετά με τον Ελληνικό Ιχνηλάτη.
Πλην των μεγαλόσωμων λαγωνικών της Τύρινθας της εποχής του Ακταίονα κ.λ.π υπήρχε και ένας μικρο-μετριόσωμος λαγωνικός ο περίφημος Λακωνικός σκύλος, που ήταν ο καλύτερος κυνηγετικός σε όλη την Ελλάδα. Δεν αποκλείεται οι δύο αυτοί τύποι λαγωνικών, διαφορετικοί κυρίως στο ανάστημα να διασταυρώθηκαν μεταξύ τους και να δημιούργησαν ένα μετριόσωμο λαγωνικό τύπο αρχικά ο οποίος με την παρέλευση των αιώνων εξελίχθηκε στον σημερινό Ελληνικό ιχνηλάτη.
Οι Λαγωνικοί τη Αιγύπτου, όπως ελέχθη (ίσως και από την βόρεια κεντρο - ανατολική Αφρική γενικότερα) μεταφέρθηκαν στην Κρήτη από τους εμπόρους της εποχής (Κρήτες, Φοίνικες) όπως έγινε από τον ίδιο χώρο και στην νότια ηπειρωτική Ελλάδα. Όμως μεταξύ των εισαγωγών αυτών, υπάρχει διαφορά κυρίως ως προς το ανάστημα των εισαγομένων λαγωνικών. Συγκεκριμένα στην ηπειρωτική Ελλάδα εισάγονταν γενικά ψηλόσωμοι λαγωνικοί οι οποίοι ως μακροσκελείς και ταχύποδες και με το σπαθάτο σώμα , ανέπτυσσαν μεγάλη ταχύτητα στις ανοικτές πεδιάδες που συχνά άρπαζαν το λαγό στο τρέξιμο, αφού κυνηγούσαν με την όραση και όχι με την όσφρηση, που την είχαν ελάχιστη (όπως κυνηγούν οι σημερινοί λαγωνικοί). Είχαν επίσης μεγάλη μυϊκή δύναμη για να αντεπεξέρχονται επιτυχώς στο κυνήγι του αγριόχοιρου καθώς και του λύκου (όπως τον κυνηγούν ο σημερινός ρώσικος λυκοθήρας - μπορζόι και ο Ιρλανδικός λυκοθήρας- γουλφχάουντ). Παρατηρώντας τις τοιχογραφίες των ανακτόρων της Τίρυνθας και συγκρίνοντας το ανάστημα των λαγωνικών εκείνων με το ανάστημα των κυναγωγών τους θα πρέπει να είχαν ύψος που θα έφτανε τα 90 εκ. δηλαδή ανώτερο από των υψηλότερων λαγωνικών.
Στην Κρήτη αντίθετα κυρίως μετά (τις κατά πάσα πιθανότητα) πρώτες ανεπιτυχείς εισαγωγές ψηλόσωμων λαγωνικών συνέχισαν να φέρνουν κατά το πλείστον (τουλάχιστον) μικρόσωμα σκυλιά που ανήκαν στην προλεχθείσα φυλή των λεγομένων «σκυλιών του Χέοπα» και την σημερινή Μπασέντζι. Η εκδοχή μας αυτή στηρίζεται στα εξής:
1) Η μαρτυρία του αγαλματιδίου μικρόσωμου σκύλου που βρίσκεται στο αρχαιολογικό μουσείο του Ηρακλείου, με όρθια αυτιά και κουλουριασμένη ουρά, που μοιάζει με το Μπασέντζι και το σημερινό Κρητικό Ιχνηλάτη.
2) Το κατά το πλείστον ορεινό και τραχύ και προπάντων βραχώδες και κρημνώδες έδαφος της Κρήτης είναι εντελώς ακατάλληλο για τον ορμητικό και ταχύτατο καλπασμό των μακρόποδων αυτών λαγωνικών που, αν το επιχειρούσαν από το ακάθεκτο κυνηγετικό πάθος τους, θα έσπαζαν τα πόδια τους στους βράχους ή θα σκοτώνονταν κρημνούς.
3) Δεν υπήρχαν (ούτε υπάρχουν) λύκοι, ούτε καν αλεπούδες, για την δίωξη του, αλλά και αν υπήρχαν, θα προστατεύονταν στα προλεχθέντα αφιλόξενα και επικίνδυνα, για τους λαγωνικούς ορεινά εδάφη.
4) Ακόμη πιο δύσκολα θα ήταν να κυνηγηθούν οι κρητικοί αίγαγροι, διότι, όχι μόνο διαβιούν σε ψηλά βραχώδη και κρημνώδη μέρη, αλλά, κυνηγημένοι, ανεβαίνουν σε ψηλότερα και απρόσιτα εδάφη, πηδώντας από τον ένα βράχο στον άλλο ή περνώντας γρήγορα από δύσβατους κρημνούς. Κατόπιν αυτών, γίνεται φανερό ότι στην Κρήτη, λόγω των εδαφικών θηραματικών και γενικότερα περιβαλλοντικών συνθηκών, δεν ήταν δύσκολο να ευδοκιμήσουν οι μεγαλόσωμοι λαγωνικοί, οι οποίοι, κατά συνέπεια γρήγορα εξαφανίστηκαν, αφού δεν ήταν δυνατόν αν χρησιμοποιηθούν από τους Κρήτες κυνηγούς. Αναπτύχθηκαν οι μικρομετριόσωμοι λαγωνικοί τύπου Μπασέντζι (όπως απεικονίζεται στο αγαλματίδιο του μουσείου Ηρακλείου), οι οποίοι διατηρώντας βασικά στοιχεία του αρχαίου τύπου (όρθια αυτιά περιτυλισσόμενη ουρά κ.λ.π) με την πάροδο των αιώνων εξελίχθηκαν στο σημερινό Κρητικό Ιχνηλάτη
Ο Κρητικός ιχνηλάτης «γέννημα και θρέμμα» της Κρήτης επί 4000 χρόνια έχει διαμορφωθεί και εξελιχθεί ανταποκρινόμενος πλήρως στις εδαφοκλιματολογικές συνθήκες και θηρευτικο-θηραματικές συνθήκες της μεγαλονήσου, έχοντας αποκτήσει ισχυρή όσφρηση και ιχνηλασία που τον καθιστούν τον πιο κατάλληλο ιχνηλάτη για την Κρήτη, χωρίς να χάσει την λαγωνικοειδή μορφολογία του, όπως έγινε με τον Ελληνικό ιχνηλάτη, που έγινε βρακχοειδής τύπος λόγω της πολύ ευρύτερης κυκλοφορίας του στην Ηπειρωτική Ελλάδα και επικοινωνίας του με άλλες φυλές σκύλων (όπως συνέβη και με ιχνηλάτες της Ευρώπης). Η διατήρηση του λακονικοειδούς τύπου του οφείλεται στην νησιωτική απομόνωση του και στην διαβίωση του στις ορεινές περιοχές της ενδοχώρας, όπου δεν ήταν εύκολο να διασταυρωθούν με σκυλιά διαφορετικών φυλών (που το πιθανότερο θα ήταν ανύπαρκτες σ' εκείνες τις αποκλεισμένες με την επικοινωνία ορεινές περιοχές), εκτός από τυχαίες διασταυρώσεις με ποιμενόσκυλα των ορεσίβιων κτηνοτρόφων.
Ομοίως διατήρησαν το λαγωνικοειδή τύπο οι συγγενείς με τον κρητικό ιχνηλάτη ξένες νησιωτικές φυλές, Τσιρνέκο της Σικελίας και το Ποτέγκο ιμπιζενγκο των Βαλεαρίδων νήσων.
Από την αρχαία εποχή, ο Kρητικός Iχνηλάτης, λόγω της νησιωτικής απομόνωσης του παρά τα άριστα κυνηγετικά προσόντα του, ιδίως στα ορεινά εδάφη, δεν ήταν γνωστός στην ηπειρωτική Ελλάδα, συνεπώς, ελάχιστα, σχεδόν μηδαμινά, αναφέρονται για τον κρητικό σκύλο, σε αρχαία ελληνικά κείμενα. Πρώτος ο Ξενοφών απλώς σημειώνει για την φυλή αυτή μεταξύ μερικών άλλων φυλών στον "Kυνηγετικό" του:
"Προς δε τον ην τον άγριων κέκτησθε κύνας Iνδικάς, Kρητικάς, Λοκρίδας, Λάκαινας, άρκυς, ακόντια(κεφ.χ)" (υπενθυμίζεται ότι στα αρχαιοελληνικά το σκυλί αναφερόταν- ως θηλυκού γένους: η κύων και όχι ο κύων). Όπως βλέπουμε, στο απόσπασμα αυτό του "Kυνηγετικού", για τον αγριόχοιρο, θα χρησιμοποιούνται σκύλοι Iνδικοί, Kρητικοί, Λοκρίδας, Λάκωνες, κ.λ.π. O ίδιος Ξενοφών υποδιαίρεσε στοιχειωδώς τα κυνηγετικά σκυλιά (που όλα ήσαν καταδιωκτικά) σε δύο τύπους: "τα δε γένη δισσά, Aι μεν Kαστοριά, αι δε αλωπεκίες ("Kυνηγετικός" κεφ.3). Στον ένα τύπο ανήκαν τα μεγαλόσωμα, που τα χρησιμοποιούσαν κυρίως στο κυνήγι του χοντρού θηράματος (αγριόχοιρου, ελαφιού κ.λ.π) και στον άλλο τύπο ανήκαν τα μικρόσωμα που χρησιμοποιούσαν κυρίως στο κυνήγι του μικρού τριχωτού θηράματος (λαγός, αλεπούς, κουναβιού κ.λ.π).
Παραδόξως ο Αριστοτέλης που απαρίθμησε επτά φυλές, προβαίνοντας σε μία απλή ταξινόμηση, με κριτήριο καθαρά γεωγραφικό, δηλ. λαμβάνοντας υπόψη την γενέτειρα χώρα κάθε φυλής, δεν αναφέρει καθόλου την Κρητική φυλή: οι Ηπειρώτικοι, οι Λακωνικοί, οι Μολοσσοί, οι της Κυρήνης (Κυρηναϊκοί), οι Αιγυπτιακοί, οι Ινδικοί και οι Μελιταίοι (της Μάλτας). Aκόμη πιο παράδοξο είναι ότι σημειώνει μεν το σκύλο της Kυρήνης (Λιβύη), τον Κυρηναϊκό πρόγονο του σημερινού Ιταλικού Τσιρνέκο και εξάδελφο του σημερινού Κρητικού Ιχνηλάτη, αλλά δεν αναφέρει τίποτα για τον Κρητικό αυτό σκύλο (ετυμολογία του Tσιρνέκο: από τον όρο Κυρηναϊκός, λατ. Cyr(e)naecus: το ελληνικό "αι" γίνεται η λατινική δίφθογγος "ae" (που προφέρεται "ε" και με την έκθλιψη του "e" γίνεται Cyrnecus) και Ιταλικά cirneco-Tσιρνέκο). Όπως βλέπουμε από την Αριστοτέλεια αυτή ονομασία (κύων της Κυρήνης-Κυρηναϊκός), ακόμη και ετυμολογικά (και σωστά), οι Ιταλοί ειδήμονες και φίλοι του Tσιρνέκο (στους οποίους το υπέδειξε ο γράφων γύρω στα 1950) διαλαλούν την αρχαία καταγωγή της σικελιανής αυτής φυλής τους.
Aν τα αρχαία κείμενα πληροφόρησης (ελληνικά και μεταγενέστερα λατινικά), σχετικά με την καταγωγή και την ιστορία του Κρητικού Ιχνηλάτη, είναι "όπως ελέχθη" σχεδόν μηδαμινά, όμως υπάρχουν διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία μαρτυρούν την αρχαία καταγωγή και την ιστορία του Κρητικού Ιχνηλάτη, η οποία συνδέεται με την ιστορία της Κρήτης. Tο πανάρχαιο αγαλματίδιο του Κρητικού σκύλου που βρίσκεται στο αρχαιολογικό μουσείο του Ηρακλείου με όρθια αυτιά και κουλουριασμένη πάνω στα νώτα ουρά, που μοιάζει με τον σημερινό Κρητικό Ιχνηλάτη, είναι μία αναμφισβήτητη μαρτυρία.
Πριν αρκετά χρόνια, ο παλιός εκλεκτός φίλος και συνάδελφος κ. Ιωάννης Καραβαλάκης, τότε επιθεωρητής Κτηνιατρικής Κρήτης, από τον οποίο είχαμε ζητήσει διάφορα στοιχεία (του σημερινού Κρητικού Ιχνηλάτη και προπάντων για την αρχαία του καταγωγή), μας είχε δώσει μερικά αξιόλογα και πολύ ενδιαφέροντα για τον Κρητικό Ιχνηλάτη, καθώς και για άλλα σπάνια είδη της Κρητικής Πανίδας (γιοργαλίδικο άλογο, γεράκι της Ελεονόρας κ. Βαρβάκι κ.λ.π). Tα στοιχεία αυτά μαζί με άλλα που είχε συγκεντρώσει αργότερα δημοσιεύτηκαν πριν από έξι χρόνια, σε αρκετά εκτενές κείμενο σε εφημερίδα του Ηρακλείου με τον τίτλο "H προστασία της Ιστορικής Πανίδας της Κρήτης". Αναδημοσιεύουμε τα πιο ενδιαφέροντα αποσπάσματα (αυτούσια η περιληπτικά), που αφορούν τον Κρητικό Ιχνηλάτη.
―Για την μελέτη του Κρητικού σκυλιού, κατά την Μινωική εποχή, για την οποία δεν υπάρχουν γραπτές πηγές, αντλούμε στοιχεία από διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα, που φέρουν απεικόνισης του σκυλιού (σφραγίδες πηλού, σφραγιδόλιθοι) όπως αυτά παρουσιάζονται και αναλύονται από το κλασικό βιβλίο του Έβανς "το ανάκτορο του Mίνωα". Από τα ευρήματα αυτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν μια πυξίδα που προέρχεται από την Zάκρο και ένα πώμα πυξίδας από το Mόχλο, στην οποία, την θέση της λαβής του πώματος κατέχει μια ανάγλυφη μορφή σκύλου ξαπλωμένου με την κοιλιά. H απεικόνιση αυτή μας δίνει με μεγάλη πιθανότητα τα γενικά χαρακτηριστικά του σκυλιού που ζούσε στην Kρήτη μεταξύ του 2700 και 2500 π.X. Mε βάση τα στοιχεία που διαθέτουμε, η περιγραφή του Mινωϊκού σκυλιού, που δίνουμε πιο κάτω, θα πρέπει να είναι κοντά στην πραγματικότητα. Σώμα επίμηκες με εκλεπτυσμένη μορφή, κεφάλι μακρύ με ρύγχος λεπτό, αυτιά μικρά συνήθως όρθια, αλλά πολλές φορές γυρισμένα προς τα πίσω, μέση λεπτή με σκέλη μακριά και λεπτά, ουρά μακριά χοντρή, συχνά γυρισμένη προς τα πάνω. Tα χαρακτηριστικά αυτά φέρνουν μορφολογικά το σκυλί πολύ κοντά στο Αιγυπτιακό λαγωνικό, από το οποίο πιθανότατα προέρχεται.
O ίδιος τύπος σκύλου θα πρέπει να εξακολουθούσε να ζει στην Kρήτη και στην πρώιμη γεωμετρική περίοδο (900-650 π.X), αν κρίνουμε από σχετική απεικόνιση σε χάλκινο έλασμα, που βρέθηκε στο Iδαίο Άντρο και φυλάσσεται στο μουσείο του Ηρακλείου (αίθουσα 121 προθ. 169).
Την μεγαλύτερη φήμη παραγωγής γνήσιων Κρητικών σκύλων είχε η δυτική Κρήτη και κυρίως η περιοχή της Κυδωνιάς (των σημερινών Χανίων) Λέγεται μάλιστα ότι ο Κύδων, ο ιδρυτής της πόλης, είχε ανατραφεί από μία Κρητική σκύλα. Mιά άλλη μαρτυρία είναι η απεικόνιση σ' ένα σάρδιο του 4ου και 3ου π.X αιώνα ενός σκύλου με τα ίδια χαρακτηριστικά που βρίσκεται στο μουσείο του Ηρακλείου. Επίσης ο Οππιανός (2ο μ.X αιώνας) στο έργο του "κυνηγετικά" (κεφ.1,401) περιγράφει ένα σκύλο με χαρακτηριστικά όμοια του σημερινού Κρητικού Ιχνηλάτη.
Ακόμα υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες επισκεπτών που βρέθηκαν στην Κρήτη μετά την κατάκτηση της από τους Τούρκους (1700-1800μ.X) που όλοι συμφωνούν στις περιγραφές οι οποίες επιβεβαιώνουν την παρουσία του Κρητικού σκύλου ακόμα στην Κρήτη. O ζωολόγος K.Κέλερ (ένας από τους πιο αξιόλογους και αξιόπιστους κυνολόγους ο οποίος μελέτησε βαθιά τους λαγωνικούς -λεβριεροειδείς σκύλους, συγκεντρώνοντας τους σε μία ομάδα που προέρχεται από τον πανάρχαιο αβησσυνό σκύλο (Kάνις Σιμένσις) κ. Καμπερού θεωρεί τον Κρητικό σκύλο σαν γνήσιο λαγωνικό που διατήρησε τα αρχικά χαρακτηριστικά του: Λεπτή και μακριά κεφαλή, αιχμηρό ρύγχος, ευρύ στήθος, ανασυρμένες λαγόνες και σκέλη υψηλά και νευρώδη. Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, οι αρετές και οι χρήσεις του Μινωικού αυτού σκύλου ήσαν πολλές: εύρωστος και γενναίος χρησιμοποιείτο για το κυνήγι του αγριόχοιρου (εκτός την λαγοθηρία). Ταχύς στο τρέξιμο μπορούσε να τρέξει άνετα πλάι στους ίππους και γι' αυτό αποκαλείτο και "πάριππος" Πολυδεύκης. Προικισμένος με μεγάλη αντοχή (από εδώ και "διάπονος") μπορούσε να κυνηγά σε απότομους βραχώδεις και δασώδεις κυνηγότοπους. Χρησιμοποιείτο και σαν ποιμενικός, σαν φύλακας και σαν συνοδός στις οδοιπορίες. Στην αρχαιότητα όπως μας πληροφορεί ο Οβίδιος (Μεταμορφώσεις 3, σελ.207) δεν εννοείτο αγέλη κυνηγετικών (καταδιωκτικών) σκυλιών, χωρίς ένα καλό Κρητικό σκυλί.
Αυτά τα πολύ ενδιαφέροντα ξένων συγγραφέων και δικά του αναφέρει ο αγαπητός συνάδελφος και παλιός φίλος κ.I. Καραβαλάκης τέως επιθεωρητής Κτηνιατρικής Κρήτης και πρόεδρος του ΠΑΣΥΠΔΙΠ (Παγκρήτιος Σύνδεσμος Προστασίας και Διάσωσης της Ιθαγενούς Πανίδας) . Φτάνοντας στην περίοδο του Μεσοπολέμου και ακριβώς το 1933, που πρώτος ο αρχαιολόγος και έφορος αρχαιοτήτων Ηρακλείου, αείμνηστος Σπ. Μαρινάτος, μανιώδης κυνηγός και κυνόφιλος, δημοσίευσε στα "Kυνηγετικά Nέα" ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο με τίτλο "αι περίφημοι Κρητικαί Kύνες της αρχαιότητος". Είχε προτείνει να ιδρυθεί και σωματείο για την προστασία και ανάπτυξη του Κρητικού σκυλιού και είχε καταθέσει 500 δρχ. (ο μηνιαίος μισθός της εποχής ήταν 1500 δρχ.).
Δυστυχώς η αξιέπαινη αυτή προσπάθεια απέτυχε εξαιτίας της αδιαφορίας των κυνηγών και της έλλειψης επιστημονικής κατάρτισης του ίδιου (κυνολογικές γνώσεις και πείρα) για να μπορέσει να μελετήσει και να καθορίσει τον ενιαίο μορφολογικό τύπο του Kρητικού σκυλιού.
Eμείς, όπως προελέχθη, ύστερα από 40 περίπου χρόνια, που ξεκινήσαμε την έρευνα, γύρω στο 1955 για να γνωρίσουμε κατ'αρχήν αυτόν τον "μυθικό Φοίνικα" τον Kρητικό Iχνηλάτη και να τον μελετήσουμε κατόπιν.
Όπως ελέχθη μέχρι το 1993 οι προσπάθειες μας δεν είχαν ικανοποιητικό αποτέλεσμα, αλλά αιφνιδίως το 1994 συγκεντρώσαμε αρκετό υλικό (φωτογραφίες, πληροφορίες) και για να ολοκληρώσουμε την μελέτη μας πήγαμε το Σεπτέμβριο στην Kρήτη για την απαραίτητη μορφολογική εξέταση και σωματομέτρηση δεκάδων κρητικών Iχνηλατών στην περιοχή της Iεράπετρας και Σητείας. Κατόπιν όλων αυτών, καταρτίσαμε τον εθνικό μορφολογικό τύπο (στάνταρ), της Kρητικής φυλής και τώρα είμαστε στην ευχάριστη θέση να τον δημοσιεύσουμε. Ήδη έχουν γραφεί στο Eλληνικό Bιβλίο Aναγνωρισμένων (EBA) μερικοί Kρητικοί Iχνηλάτες, οι οποίοι κατόπιν εξέτασης μας, κρίναμε ότι ανταποκρίνονται στον τύπο της φυλής τους.